Αναρωτιόμουν περιδιαβαίνοντας στο
διαδίκτυο, τί είναι εκείνο που μας προτρέπει να ασχολούμαστε τόσες ώρες με τα
κοινωνικά δίκτυα ; Τί ν’ αναζητούμε μέσα στο βούρκο του καιρού μας; Ποια
απάντηση και ποια παρηγοριά; Μήπως τελικά εκείνο που περισσότερο μας λείπει
είναι η αναζήτηση και η πνευματική περιπλάνηση; Μήπως το μόνο που καταφέραμε
ήταν να απολέσουμε το σφρίγος της σκέψης, τον ερωτισμό, την ανάγκη μας για
συντροφιά και χαμόγελο; Ας μην τρέφουμε άλλες αυταπάτες. Το τσίρκο της
πολιτικής σαβούρας και του χρηματοπιστωτικού συστήματος που αντιπροσωπεύει καλά
κρατεί. Χειρότεροι ταγοί από δαύτους δεν θα μπορούσαμε να είχαμε ακόμα κι αν
τους επιλέγαμε με μαεστρία έναν - έναν. Και έτσι, ξεχασμένοι σε ειδησεογραφικές
μανιέρες και καταστροφολογίες όλων των ειδών, ξεχάσαμε πώς είναι να βιώνουμε
συνειδητά τη ζωή μας. Γέμισε το κεφάλι μας με άχρηστους χρηματοπιστωτικούς
όρους, πτωχεύσεις και ονόματα εγχώριων και εισαγόμενων ταγών.
Και γιατί επιλέξαμε τον Ηράκλειτο; - θα μπορούσε κάποιος
να αναρωτηθεί. Ή τί θα μπορούσε να μας πει για το σήμερα ένας άνθρωπος που
μιλούσε ελληνικά πριν από κάμποσες χιλιετηρίδες στα παράλια της Ιωνίας και
έλεγε ότι αναζητούσε επίμονα τον εαυτό του («Εδιζησάμην εμεωυτόν»); Ας μην επικαλεστούμε πάλι τις
ίδιες κοινοτοπίες ότι, δήθεν ήταν άνθρωπος μιας άλλης εποχής ή ότι δεν υπάρχει
καμία συσχέτιση του τότε με το τώρα. Ας σκεφτούμε το χούϊ της ιστορίας να
επαναλαμβάνεται και το ακόμα τραγικότερο χούϊ του ανθρώπου να μην αλλάζει ή να
αλλάζει μόλις και μετά βίας... Ερευνητές, φιλόλογοι, επιστήμονες ακόμα κι εμείς
θέλουμε να αποκαλούμε τον Ηράκλειτο “φιλόσοφο” κι ίσως -εν μέρει- να έχουμε
δίκαιο. Μελετώντας όμως προσωκρατικούς φιλοσόφους και μάλιστα Ίωνες μοιάζουν να
‘ναι περισσότερο ποιητές, αφοριστές ή επιγραμματογράφοι. Συνεπώς, ο Ηράκλειτος
φαίνεται να είναι πιο κοντά στον Ησίοδο, τον Μίμνερμο ή τον Αλκμάνα παρά στον
Πυθαγόρα ή τον πολύ μεταγενέστερό του Πλάτωνα. Στην ουσία, οι προσωκρατικοί
εισήγαγαν στην ανθρώπινη διανόηση την πρώτη μορφή φιλοσοφικού στοχασμού, την Οντολογία και την Γνωσιολογία, που αφορούν τη δημιουργία, την καταγωγή και την μεταστοιχείωση του κόσμου.
Για τη ζωή και το έργο του
Ηράκλειτου δεν σώζονται πολλές
πληροφορίες.
Ωστόσο, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι γεννήθηκε στην πόλη της Εφέσου
το 544 περίπου προ χριστιανικής χρονολόγησης και έζησε μία ήρεμη ζωή 60 χρόνων,
εκπνέοντας κάπου στο 484 π.κ.χ., υποφέροντας από υδρωπικία. Μάλιστα, ο Διογένης
Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Ηράκλειτος ρώτησε τους γιατρούς της Εφέσου τι έπρεπε να
κάνει για να μετατρέψει την εσωτερική του βροχή σε ξηρασία κι επειδή εκείνοι
δεν κατάλαβαν τα αινιγματικά του λόγια, κλείστηκε απογοητευμένος σε ένα στάβλο
με την ελπίδα η θερμότητα της κοπριάς να διώξει το υπερβολικό νερό που τον
βασάνιζε.
Έτσι καλυμμένος με κοπριά τον ακολούθησαν άγριοι σκύλοι
και τον ξέσκισαν. Η ακμή της ζωής και του έργου του, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο,
φαίνεται να συμπίπτει με την 69η Ολυμπιάδα (504-501 π.χ.χ.), όταν βασιλιάς των
Περσών ήταν ο Δαρείος ο Α’. Πατέρας του αναφέρεται ο Βλύσων (ή Βλόσων) ή
Ηράκων, από το αριστοκρατικό γένος των Ανδροκλειδών, οι οποίοι με ηγέτη τον
Άνδροκλο, γιο του βασιλιά των Αθηνών Κόδρο, ίδρυσαν στη γη της Ιωνίας την
υπέροχη Έφεσο. Όπως αναφέρει ο Στράβων, οι απόγονοί του ονομάζονταν βασιλείς.
Είχαν τιμές, προεδρία στους αγώνες και πορφυρή επίσημη βασιλική ράβδο αντί
σκήπτρου.
Ο Ηράκλειτος, λένε, υπήρξε αξιοθαύμαστο και ιδιαίτερα
μελαγχολικό παιδί.
Έζησε μία απλή
πλην ασθενική ζωή, που διακρίνονταν από ευγένεια, ήθος, αλλά και ψυχικό αναβρασμό. Δεν
γνωρίζουμε αν θήτευσε δίπλα σε κάποιον μεγάλο δάσκαλο της εποχής, καθώς ο ίδιος
υποστήριζε ότι όσα γνώριζε του τα είχε διδάξει ο εαυτός του! Εντούτοις, απ’ όσα λίγα έχουν
διασωθεί, διαπιστώνουμε ότι γνώριζε πολύ καλά σχεδόν όλα τα έργα των
προγενέστερων φιλοσόφων, των επικών και ελεγειακών ποιητών καθώς και ό,τι
σημαντικό έφτανε στη γη της Ιωνίας. Αγαπούσε την
απλότητα των συλλογισμών και απέφευγε
κάθε μορφή πολυμάθειας, λέγοντας: «πολυμαθείη νόον ου διδάσκει», δηλαδή, οι πολλές γνώσεις δεν
έχουν τίποτα να μας πουν. Με αυτόν τον τρόπο διακρίνει την «πολυμάθεια» από την
ουσιαστική και βαθειά γνώση. Μέλημά του είναι η αφύπνιση των ανθρώπων και η
καθοδήγησή τους προς την Ομολογία, προς τη λογική σκέψη που
καθορίζει και συνδέει τη βαθύτερη Φύση των πραγμάτων. Αν επιχειρούσαμε όμως να δούμε ποιοι μπορεί να επηρέασαν την
φιλοσοφική του σκέψη, θα στρεφόμασταν στον Πυθαγόρα και την αρμονία του, στον
Αναξίμανδρο και τη θεία δικαιοσύνη του καθώς και στον Ξενοφάνη με όσα έλεγε
περί θείας και τέλειας νόησης. Μάλιστα, ο τελευταίος θεωρείται από αρκετούς
ερευνητές ως ο πιθανότερος του δάσκαλος.
Η εποχή της δράσης του υπήρξε μεταίχμιο πολλών
κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, γεγονός που αποτυπώνεται στο έργο του, κρατώντας βέβαια τις απαραίτητες αποστάσεις από την όποια μεταφυσική της μυθολογικής παράδοσης ακόμα και
τις δήθεν νεοτερικότητες που πρέσβευαν ή προσπαθούσαν να
επιβάλλουν οι πολλοί. Θεός, για τον Ηράκλειτο, «εστί μέρα και νυξ, θέρος και
χειμών, πόλεμος και ειρήνη, κόρος και λοιμός», επιχειρώντας πρώτος να καταργήσει την όποια επίδραση απορεί να έχει ένας «δημιουργός» θεός στον υλικό κόσμιο.
Από πολύ νωρίς
ο Ηράκλειτος παραχώρησε όλα τα πολιτικά και πολιτειακά του δικαιώματα στον
αδερφό του και δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με τα κοινά των Εφεσίων, γιατί οι
δημοκρατικοί εξόρισαν τον φίλο του Ερμόδωρο με τη δικαιολογία ότι κανείς δεν
πρέπει να είναι άριστος μεταξύ τους.
Ακόμα κι έτσι, όμως, δεν έπαψε ποτέ να βοηθά με νόμους, με τη διδασκαλία και το παράδειγμά του την πόλη, ιδιαίτερα κατά την περίοδο την πολιορκίας της Εφέσου, όπου προέτρεπε τους συμπολίτες του να είναι ολιγαρκείς για να κατορθώσουν να αντεπεξέλθουν. Υπήρξε αντίπαλος της τυραννίας όσο και του δημοκρατικού όχλου, καταδικάζοντας συχνά την αρχή της ισότητας.
Όταν, μάλιστα, κάποιοι από τους συμπολίτες του τον συνάντησαν έξω από τον ναό της Αρτέμιδος να παίζει βώλους με παιδιά και τον ρώτησαν για τη στάση του, εκείνος απάντησε ατάραχος: «Γιατί απορείτε, κακοί άνθρωποι; Λεν είναι προτιμότερο να παίζω με τα παιδιά από το να ζω μαζί σας και να παίρνω μέρος στην διοίκηση της πόλης;» Το μίσος για τους συμπολίτες του με τον καιρό μετατράπηκε σε μισανθρωπία κι αποσύρθηκε στα βουνά, ζώντας σαν ερημίτης. Οχλολοίδορο έσπευσαν να τον χαρακτηρίσουν όσοι τον γνώριζαν. Δεν δίσταζε μάλιστα να περιφρονεί ακόμα και τον Όμηρο ή τον Αρχίλοχο, τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο για πολυμαθείς και φλύαρους.
Ακόμα κι έτσι, όμως, δεν έπαψε ποτέ να βοηθά με νόμους, με τη διδασκαλία και το παράδειγμά του την πόλη, ιδιαίτερα κατά την περίοδο την πολιορκίας της Εφέσου, όπου προέτρεπε τους συμπολίτες του να είναι ολιγαρκείς για να κατορθώσουν να αντεπεξέλθουν. Υπήρξε αντίπαλος της τυραννίας όσο και του δημοκρατικού όχλου, καταδικάζοντας συχνά την αρχή της ισότητας.
Όταν, μάλιστα, κάποιοι από τους συμπολίτες του τον συνάντησαν έξω από τον ναό της Αρτέμιδος να παίζει βώλους με παιδιά και τον ρώτησαν για τη στάση του, εκείνος απάντησε ατάραχος: «Γιατί απορείτε, κακοί άνθρωποι; Λεν είναι προτιμότερο να παίζω με τα παιδιά από το να ζω μαζί σας και να παίρνω μέρος στην διοίκηση της πόλης;» Το μίσος για τους συμπολίτες του με τον καιρό μετατράπηκε σε μισανθρωπία κι αποσύρθηκε στα βουνά, ζώντας σαν ερημίτης. Οχλολοίδορο έσπευσαν να τον χαρακτηρίσουν όσοι τον γνώριζαν. Δεν δίσταζε μάλιστα να περιφρονεί ακόμα και τον Όμηρο ή τον Αρχίλοχο, τον Πυθαγόρα, τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο για πολυμαθείς και φλύαρους.
«Για μένα», έλεγε, «ένας αξίζει όσο χίλιοι όταν
είναι άριστος» και συμπλήρωνε: «Καλά θα έκαναν όλοι οι ενήλικες Εφέσιοι να κρεμαστούν
και να αφήσουν την πόλη στα παιδιά, γιατί εκείνοι εξόρισαν τον Ερμόδωρο, τον
πιο άξιο άντρα, λέγοντας: Μεταξύ μας κανείς ας μην είναι ο πιο άξιος,
διαφορετικά ας πάει αλλού και μ’ άλλους» (απ. 121). «Γιατί ποιος είναι ο νους ή η
φρόνηση όλων αυτών; Πείθονται από τους λαϊκούς τραγουδιστές και δάσκαλός τους είναι
ο όχλος, αγνοώντας
ότι οι πολλοί είναι κακοί και οι καλοί λίγοι» . Γι’ αυτό κι έριξε στα κεφάλια
των συμπολιτών του την ευχή: «Ποτέ να μην σας λείψει, Εφέσιοι, ο πλούτος, για να
βγαίνει στο φως η πονηριά σας».
Όσα γνωρίζουμε για το έργο του
Ηράκλειτου, αφορούν λιγοστά αποσπάσματα με τη μορφή πεζών αποφθεγμάτων ή
αφορισμών στο μοναδικό βιβλίο του με τον νόθο πιθανόν τίτλο Περί Φύσεως (ή κατά άλλους Οι Μούσες), το οποίο διακρίνονταν σε τρία
μέρη με πολιτικό, θεολογικό και κοσμογονικό περιεχόμενο και αφιερώθηκε από τον
ίδιο στο ιερό της Εφεσίας Αρτέμιδος. Από εκεί προφανώς αντιγράφτηκε και
διαδόθηκε νωρίς, γνωρίζοντάς το ο Παρμενίδης και ο Δημόκριτος. Ωστόσο, η δομή
και η σύνθεση των κειμένων του είναι λεπτομερέστατα επεξεργασμένη, διατηρώντας
το αινιγματικό τους ύφος. Λέγεται μάλιστα ότι, ο Ευριπίδης έδωσε κάποτε στον
φίλο του Σωκράτη να διαβάσει το βιβλίο του Ηρακλείτου, και εκείνος του είπε: «Όσα κατάλαβα είναι
σπουδαία, υποθέτω όμως ότι και όσα δεν κατάλαβα θα είναι εξίσου σπουδαία.
Χρειάζεται όμως να είσαι δεινός κολυμβητής σαν αυτούς από τη Δήλο για να μην
πνιγείς μέσα του».
Ο Αριστοτέλης, από την άλλη, ανάγει το «δύστροπο» των νοημάτων του Ηράκλειτου
στην ιωνική διάλεκτο που χρησιμοποιούσε. Πολύ αργότερα, ο Διογένης Λαέρτιος θα
τον χαρακτηρίσει “αινιγματικό” και ο Τίτος Λίβιος “σκοτεινό”.
Ο Ηράκλειτος, πνεύμα υπέροχα υπεροπτικό και ίσως γι’ αυτό ιδιαίτερα
προσφιλές σε ‘μένα, προτιμά να μην αποκαλύπτει άμεσα το βάθος των συλλογισμών
του, αλλά ούτε επιχειρεί να παραπλανήσει με κάποιον τρόπο τους ακροατές του.
Άλλωστε, λαμβάνοντας υπόψη τη ρήση: «ο θεός ούτε κρύβει, ούτε
φανερώνει, αλλά δίνει σημάδια», καταλαβαίνουμε την ανάγκη του να προσφέρει τη σοφία του
έτσι, ώστε
να εννοούν όλοι με τον τρόπο τους, χωρίς νοητικές
στρεβλώσεις.
Υποστήριζε ότι ο λόγος του είναι ο ίδιος Λόγος που διέπει τα πάντα, ακόμα κι αν είναι απρόσιτος στους
πολλούς. Η όποια αδυναμία κατανόησης οφείλεται σχεδόν πάντα στην αντιληπτική ικανότητα των
πολλών, που δεν μπορούν να συλλάβουν τον Λόγο. «Όχι εμένα», αναφέρει στο απόσπασμα αρ. 50, αλλά το Λόγο αφού
ακούσετε, είναι σοφό να ομολογήσετε ότι τα πάντα είναι Ένα...».
Βέβαια, η έννοια Λόγος στο έργο
του Ηράκλειτου λαμβάνει πολλαπλές εννοιολογικές ή σημειολογικές προεκτάσεις,
καθώς, σύμφωνα με τον Πλούταρχο και τον Αέτιο, αποτελεί μία από τις τρεις
σταθερές του κόσμου μαζί με την Ειμαρμένη και τη Δίκη. Ακόμα και ο Ήλιος,
διαβάζουμε στο απ. 94, δεν μπορεί να ξεπεράσει τα μέτρα. Αλλιώς «οι Ερινύες, οι
θεραπαινίδες της Δικαιοσύνης, θα τον ανακαλύψουν».
Οπωσδήποτε, ο Λόγος πέραν του θαυμαστού έναρθρου
ελληνικού λόγου, αναφέρεται κυρίως στη ρυθμιστική εκείνη αρχή που διέπει το
σύνολο του όντος, συνδέοντας όσα φανερά και αφανή υπάρχουν γύρω μας. «Εν αρχή ην ο
Λόγος, και ο Λόγος ην παρά τω Θεώ, και Θεός ην ο Λόγος...», αναφέρει ο Ιωάννης στους πρώτους
στίχους της Αποκάλυψής του. Ο Λόγος, λοιπόν, ως άξονας αλλά και ως αριθμός. Ως αρχή των πάντων και ως χρυσή
τομή, ενός κόσμου εν δυνάμει αρμονικού, που περιέχει τα πάντα και τα πάντα τον
περιέχουν. Γιατί για τους Έλληνες ο Λόγος αφορά πρωτίστως τον άξονα ή χρυσή
τομή που «διαπερνά» κάθε εν δυνάμει ον, δίνοντάς του τη θεϊκή σφραγίδα του
άρρητου δεκαδικού αριθμού 1,618. Το μυστηριώδες «Φ» του μεγάλου αρχιτέκτονα
Φειδία, χάρη στον οποίο ο αισθητός μας κόσμος εκλαμβάνεται άρτιος, μεγαλειώδης,
αρμονικός. Είναι το ίδιο «Φ» που συντάσσονται λέξεις και έννοιες όπως εκείνη
του Φωτός, του Φαιού και της Φύσης που της αρέσει πάντα να κρύβεται.
Ο Ηράκλειτος, ως μέγας Ερμητιστής, κατέχει το κλειδί της
φανερής και αφανής Αρμονίας. Μιας Αρμονίας που ενώνει με αντίρροπες δυνάμεις τα
πάντα, παράγοντας αρμονικές δονήσεις και συχνότητες που συνθέτουν και αποδομούν
άρτια την ύλη. Σχέσεις που έχουν κοινή αρχή τους το αυθυπόστατο Πυρ, τη φωτιά
που δημιουργεί και αποσυνθέτει. Η έννοια της “Παλίντονος ή Παλίντρομος
Αρμονίας”
αποτελεί την πρώτη και τελειότερη διατύπωση του Υλοζωισμού. Το σύστημα της Παλίντονου
Αρμονίας στηρίζεται σ’ ένα φαινομενικά διπολικό μηχανισμό δυνάμεων που εφαρμόζεται σε όλα τα
στοιχεία του κόσμου, δίνοντάς τα ζωή και μορφή. Χωρίς αυτή τη σχέση το σύστημα
καταρρέει. Η Ηρακλείτεια, λοιπόν, ισορροπία, είναι απαραίτητη για να συνεχίσει
το οικοδόμημα να υπάρχει και να μεταστοιχειώνεται. Κι όπως ο ίδιος μας λέει στο
διασωθέν απόσπασμα αρ. 8: «τα αντίθετα ταιριάζουν γιατί απ’ τις διαφορές γεννιέται
η ωραία αρμονία. Τα πάντα γίνονται με την πάλη». Κι ας μη βιαστούμε να του
καταλογίσουμε... ιμπεριαλιστική τάση όταν διαβάζουμε το πασίγνωστο απόσπασμα
53: «πόλεμος
πατήρ πάντων».
Στο απόσπασμα 80 αναφέρει ότι, ο πόλεμος είναι συμπαντικός, καθώς είναι η ίδια
η δικαιοσύνη, στην προσπάθειά της να εναρμονίσει όλα όσα γεννιούνται από τη
σύγκρουση και την αναγκαιότητα. Σε ό,τι αφορά τη θέση του ως προς τις αντίθετες
έννοιες, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το απόφθεγμα: «τα ψυχρά θερμαίνονται, τα θερμά
ψύχονται, τα υγρά ξηραίνονται, τα ξηρά υγραίνουν», το οποίο υποδεικνύει ότι οι
φαινομενικά αντίθετες καταστάσεις και δυνάμεις, συνδέονται με μια συνεκτική
σχέση αρμονίας.
Ηρακλείτεια Κοσμολογία: το Πυρ
Ηρακλείτεια Κοσμολογία: το Πυρ
Αν για τον Θαλή αρχή του κόσμου
είναι το νερό και για τον Αναξιμένη ο αέρας, ο Ηράκλειτος βρίσκει την δική του
αρχή στο αιώνιο και άναρχο Πυρ. Εκείνο το Πυρ που άλλοτε
δυναμώνει κι άλλοτε εξασθενεί, χωρίς να σβήνει ποτέ του. «Τα πάντα», αναφέρει στο απ. 90, «ανταλλάσσονται με
τη φωτιά και με τα πάντα η φωτιά ανταλλάσσεται, όπως ακριβώς τα προϊόντα με το
χρυσάφι και το χρυσάφι με τα προϊόντα». Μία θεώρηση που έρχεται να αμφισβητήσει τις
όποιες σύγχρονες παραδοχές που θέλουν την δημιουργία του κόσμου ως αποτέλεσμα
μιας Μεγάλης Έκρηξης, στο χρονικό σημείο Μηδέν του σύμπαντος. Άλλωστε, ακόμα
και το σύνολο της μυθιστορίας των Ελλήνων δεν αναφέρεται σ’ έναν κόσμο που
δημιουργείται από το Μηδέν, αλλά συγκλίνει περισσότερο με την αέναη ύπαρξη, που
περιγράφτηκε στον σύγχρονο κόσμο πολύ καλά με έναν από τους νόμους της
μηχανικής, την Εντροπία. Έτσι κι αλλιώς, ο Ηράκλειτος μαζί με το Δημόκριτο αναγνωρίζονται ως
επικεφαλείς των σύγχρονων φυσικών επιστημών.
Ο Ηράκλειτος, ως πρόδρομος και του μεταγενέστερου
Επικουρισμού, θεωρούσε ότι ο κόσμος είναι μοναδικός, αγέννητος και αιώνιος. Το αείζωον Πυρ του Ηράκλειτου
διανύει μια κυκλική τροχιά κατά την οποία μεταστοιχειώνεται σε θάλασσα, κατόπιν
σε γη, για να ακολουθήσει η αντίστροφη διαδικασία μεταστοιχείωσης της γης σε
θάλασσα και της θάλασσας σε φωτιά (απ. 76). Το Πυρ του Ηράκλειτου είναι μια κοσμολογική
σταθερά που κινείται και μεταμορφώνεται αέναα. Η διαρκής κίνηση και μεταβολή
αποτελεί το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της πραγματικότητας, το οποίο εξέφρασε ο
φιλόσοφος με την εικόνα ενός ποταμού που παραμένει ίδιος, ενώ το νερό που
κυλάει μέσα του αλλάζει διαρκώς. «Δεν μπορείς να μπεις», έλεγε, «στο ίδιο ποτάμι δύο φορές» (απ. 91). Στο απόσπασμα όμως 49
διαβάζουμε: «Στα ίδια ποτάμια μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν
είμαστε»,
σκιάζοντας λίγο τη σκέψη μας. Αντίθετα με τους οπαδούς του, ο φιλόσοφος μάλλον
δεν πίστευε σε μια
καθολική
ροή και μεταβολή, αλλά επέμενε στη σύνδεση αυτής της μεταβολής με σταθερές παραμέτρους. Η παροιμιώδης, άλλωστε, φράση
που χαρακτηρίζει επαρκώς τη φιλοσοφία του Ηρακλείτου είναι: «Τα πάντα ρει,
μηδέποτε κατά ταυτό μένειν».
Περί
Θεού και ψυχής
Ποια να ήταν η άποψη του
Ηράκλειτου για το θείο και την ψυχή; Μία ερώτηση που μόνο επιφανειακές
παραδοχές μπορεί να δεχθεί, αν κρίνει κανείς από τα ελάχιστα θραύσματα του
λόγου του. Ο Guthrie
προτείνει να
αντικαταστήσουμε τη λέξη “ψυχή” με τη “φωτιά”. Το έμψυχο Πυρ που διαβάζουμε και
στον Αριστοτέλη: «Μέρος, τώρα, του αείζωου πυρός είναι και η ψυχή του ανθρώπου, για
αυτό και ο άνθρωπος είναι ζωντανός όσο έχει μέσα του το θείο πυρ». Σύμφωνα με τον Μακρόβιο, «Ο Ηράκλειτος έλεγε
ότι η ψυχή είναι μία σπίθα από την ουσία των άστρων». Κι αν παραδεχτούμε ότι η ουσία
των άστρων είναι ο μυστηριώδης αιθέρας, συνεπώς κι η ανθρώπινη ψυχή είναι
αιθέρας. Ανατρέχοντας μάλιστα στους Ορφικούς διαπιστώνουμε ότι, οι οργανισμοί
αποκτούν ψυχή μέσω της αναπνοής, κάτι που ασπάζεται και ο Ηράκλειτος, αφού κατά
τον Σέξτο Εμπειρικό, ο θεϊκός Λόγος προσλαμβάνεται μέσω της αναπνοής και
ταυτίζεται με το αείζωον πυρ, το οποίο - όπως μας λέει ο Ιππόλυτος- ελέγχει
κάθε μας σκέψη («έλεγχος πασών των αιρέσεων»).
Μέσα όμως σ’ έναν διαρκώς
μεταβαλλόμενο κόσμο, πόσο αθάνατη μπορεί να είναι η ψυχή; Για τον Ηράκλειτο δεν
τίθεται ζήτημα περί αθανασίας της ψυχής, καθώς θεωρούσε ότι η ψυχή δεν είναι
κάτι περισσότερο από αναθυμιάσεις υγρών και θερμών στοιχείων και ότι μετά το
θάνατο του σώματος εκείνη μετατρέπονταν σε γη και νερό. Κατά συνέπεια, ακόμα
και η ύπαρξη των θεών και η αθανασία τους δε νοείται χωρίς ανθρώπους και
θνητότητα (ίσως, τελικά, να μην έχουμε κι άδικο αν χαρακτηρίσουμε ως “υλιστή” τον Ηράκλειτο και πρόδρομο του Διαλεκτικού
Υλισμού). Σε
γενικές γραμμές, η θεότητα για τον φιλόσοφο είναι ο ενδοκοσμικός νους που δομεί
την φύση, την ιστορία, το δίκαιο. Μία ψυχή υλική πλην λεπτοφυής, την οποία
πρέπει να συντηρήσουμε υγιή και ισορροπημένη γιατί, όπως επισημαίνει: «Τα μάτια και τα
αυτιά είναι κακοί μάρτυρες, αν η ψυχή δεν εννοήσει». Για τον Ηράκλειτο η ανθρώπινη
ψυχή είναι φλόγα και ως φλόγα πρέπει να παραμένει πάντα ξερή. Με τη μέθη και το
ακόρεστο πάθος υγραίνεται, πέφτει στην τρέλα και τελικά πεθαίνει...
Το αγκάθι του σήμερα - Επίλογος
Η φυσιογνωμία του Ηράκλειτου και
η δύναμη του λόγου του ενέπνευσαν πλήθος στοχαστών από την αρχαιότητα ως τις
μέρες μας. Η σοφιστική του Πρωταγόρα θα ασπαστεί την ακατάπαυστη ροή της
αισθητηριακής μαρτυρίας, ορίζοντας την κινησιοκρατία και τον άνθρωπο ως μέτρο
των πάντων. Ο Πλάτων, μέσω του Κρατύλου, συγκρότησε την ιδέα πως τα πάντα
οδεύουν αδιαλείπτως προς τη φθορά, καθιστώντας απαραίτητη την προσφυγή μας στο
αιώνιο των ιδεών. Ακόμα και η φυσιογνωμία του Ηρόστρατου, που κατέκαυσε το ιερό
της Εφεσίας Αρτέμιδας, διεκδικώντας με τον τρόπο του ένα κομμάτι αιωνιότητα,
απέδειξε ότι η περιπέτεια της ζωής περνά αναπόφευκτα από την φθορά και την
καταστροφή. Η γοητεία του θα φτάσει μέχρι τον Επίκουρο, τον Πλούταρχο και τον
Κλήμη Αλεξανδρείας, αγγίζοντας το σήμερα μέσω του Σπινόζα, του Χόρχε Λουίς
Μπόρχες και τους Χέγκελ, Μαρξ και Λένιν, οι οποίοι αναγνώρισαν στα λόγια του
τον πατέρα του διαλεκτικού υλισμού. Αργότερα, ο Αϊνστάιν θα επιβεβαιώσει
πειραματικά την θεώρηση του Ηρακλείτου, ταυτίζοντας την ύλη με την ενέργεια.
Πράγματι, ο Ηράκλειτος υπήρξε το έμβλημα πολλών σπουδαίων
στοχαστών του περασμένου αιώνα, όπως τον Νίτσε και τον Καζαντζάκη. Ο Νίτσε
θεωρεί τον Ηράκλειτο ως τον πρώτο που καταργεί τον πλατωνισμό πριν τον Πλάτωνα
κι ο Καζαντζάκης θα συνθέσει ένα έργο βασισμένο εξ ολοκλήρου στην αιώνια μάχη
του ανθρώπου απέναντι σε οτιδήποτε τον καθιστά ανίκανο να γνωρίσει τον εαυτό
του, συνθέτοντας έναν πρωτόγνωρο υπαρξισμό που βασίζεται στην αδύναμη αλλά
μεγαλειώδη φύση του ανθρώπου. Αναφέρει στον επίλογο της Αναφοράς του στον Γκρέκο\
«Ισορροπία θα πει ακινησία - ακινησία θα πει θάνατος. Μα τότε η ζωή είναι
ακατάπαυστη άρνηση - αρνιέσαι ό, τι μπόρεσε, ισορροπώντας, ν ’ αντισταθεί στη
φθορά - το συντρίβεις και ζητάς το αβέβαιο».
Στα μάτια ενός ανθρώπου του σήμερα, αλλοιωμένο
από το αγκάθι του δυτικού κόσμου και την αποικιοκρατική αλλοτρίωση, ένας
άνθρωπος σαν τον Ηράκλειτο θα φάνταζε το λιγότερο τρελός. Κι ένας τρελός ή
καλύτερα ένα αθώο παιδί, λίγο πριν τον καταπιεί το κατεστημένο του “έτσι είναι
η ζωή”, “έτσι έχουν τα πράγματα” ή του “ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει
ο κώλος μας”, κατόρθωσε να βγάλει με τα νύχια το αγκάθι που μπήκε βαθιά στη
σάρκα του, όσο επώδυνη κι αν ήταν η αφαίρεσή του. Κατόρθωσε να αρνηθεί κάθε τι
που του αφαιρεί ζωή και τον αποσυντονίζει από το θαύμα της ύπαρξης. Πολλές
φορές, σκέφτομαι, είναι υπερβολικό να μας εκπλήσσει ό,τι συμβαίνει αυτά τα
χρόνια στη χώρα. Νιώθω σαν να έγιναν όλα έτσι όπως έπρεπε να γίνουν. Κι ας μη
βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα, πριν μελετήσουμε καλά τους μηχανισμούς που
οδήγησαν στη σημερινή απόγνωση. Πόσοι, αλήθεια, από εμάς ορίσαμε ποτέ μας ένα
μέτρο σύγκρισης -ας πούμε με το παρελθόν-, θέσαμε κάποιο ιδανικό ή αναζητήσαμε
ποιότητες; Ή πόσοι από εμάς αναζητήσαμε την έμπνευση στα λόγια των Ελλήνων,
πόσο μάλλον αιρετικών πνευμάτων όπως ο Ηράκλειτος; Άραγε, τί εννοούσε ο
φιλόσοφος λέγοντας: «τα γουρούνια ευχαριστιούνται περισσότερο στον βούρκο,
παρά στο καθαρό νερό» ή «τα γαϊδούρια προτιμούν τα τρώνε σκουπίδια παρά χρυσό»',
Το αγκάθι του σήμερα έχει εισχωρήσει βαθειά μέσα μας, βραχυκυκλώνοντας την επαφή με τον εαυτό μας και τους άλλους. Οι άνθρωποι θα πει ο Ηράκλειτος «δεν ξέρουν ούτε να ακούνε ούτε να μιλάνε» (απ. 19), φράζοντας κάθε δίοδο επικοινωνίας. Δεν είναι άδικο όμως αυτό; «Όλοι οι άνθρωποι έχουν μερίδιο στην αυτογνωσία και τη σωφροσύνη» (απ. 116), αναφέρει κάπου αλλού, δείχνοντας το χρέος μας, χωρίς ποτέ να χάνουμε την ελπίδα μας, ακόμα και για κάτι ανέλπιστο (απ. 18). Και αν χάσουμε τον δρόμο μας, θα βρούμε τρόπο -παρατηρώντας και μαθαίνοντας τη φύση των πραγμάτων- να επιστρέφουμε στις πατρίδες, χωρίς ποτέ να ξεχνάμε κι εκείνους που ακολουθούν (απ. 71).
Η κρυμμένη αρμονία ανατολίτη φιλόσοφου αναφέρει για τον Ηράκλειτο.
«Ο Ηράκλειτος είναι μία ύπαρξη
τόσο φωτεινή, που όταν τον κοιτάς, τα μάτια σου χάνουν την ικανότητα να
βλέπουν, το φως είναι πάρα πολύ για ‘σένα.
Δεν είσαι συνηθισμένος σε τόσο
φως.
Γι ’ αυτό, πριν ατενίσεις τον
Ηράκλειτο, πρέπει να κάνεις μερικές προετοιμασίες. Όταν μιλά ο Ηράκλειτος
φαίνεται αινιγματικός, γιατί εκφράζεται αντιφατικά. Αυτοί που γνωρίζουν, πάντα
εκφράζονται αντιφατικά.
Υπάρχει λόγος που συμβαίνει αυτό.
Δεν είναι αινιγματικοί, είναι
πολύ απλοί.
Μα, τί να κάνουν; Αν η ζωή η ίδια
είναι μια αντίφαση, τί άλλο μπορούν να κάνουν; Για να αποφύγεις τις αντιφάσεις,
μπορείς να φτιάξεις τακτοποιημένες και ξεκάθαρες θεωρίες, αλλά θα είναι λαθεμένες.
Δεν θα ‘ναι αληθινές μες στην
πραγματικότητα της ζωής.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής, είναι
καθαρός.
Μοιάζει με περιποιημένο κήπο.
Ο Ηράκλειτος είναι άγριο δάσος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου