Translate

Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Προλήψεις και Δεισιδαιμονίες


Προλήψεις και Δεισιδαιμονίες
Ορισμός προλήψεως: Ο όρος «πρόληψη» ανήκει στον Επίκουρο.
Έκτοτε όμως, πολλοί ασχολήθηκαν και δεκάδες ορισμοί δόθηκαν τόσο στη φιλο­σοφία και ψυχολογία, όσο και στη λαογραφία.
Απ’ αυτούς διάλεξα δύο πού δόθηκαν από τούς κορυφαίους λαογράφους μας Νικόλαο Πολίτη και Δημήτριο Λουκάτο.
Πρόληψη, λέει ο  Πολίτης, «ονομάζομε ιδέαν πεπλανημένη, προς την οποίαν αναγκάζονται να κανονίζωσι τας πράξεις των και αυτοί οι αναγνωρίζοντες, ότι εναντιούται προς τον ορθόν λόγον».
 Για κάμποσο καιρό, οι πιο πολλοί άνθρωποι θεωρούν αυτή την ιδέα ως αληθινή και τότε είναι κοινωνικός θεσμός, θρη­σκευτική δοξασία ή πλάνη, δεν είναι όμως πρόληψη με τις αισθήσεις.
Αλλ’ όταν εκλείπει η πίστη για την ορθό­τητα της, όταν μόνο λίγοι απομείνουν «οι ειλικρινείς και από χρηστού συνειδότος προσηλωμέ­νοι» σ’ αυτή, οι δε περισσότεροι δεν έχουν ούτε τη θέληση ούτε τη δύναμη να την καταπολεμή­σουν ως ψευδή, τότε η πλάνη μεταβάλλεται σέ πρόληψη.
Π ρ ο λ ή ψ ε ι ς, σύμφωνα με τον ορισμό πού δίνει ο καθη­γητής της Λαογραφίας Δημ.
Λουκάτος, είναι οι προκαταλή­ψεις πού έχει από παράδοση σχη­ματίσει ο λαός για τίς κακές ε­πιδράσεις ορισμένων ενεργειών ή συμπτώσεων και για την α­νάγκη αποφυγής τους.
Εκτρέφουν τίς προλήψεις, η αμάθεια, οι συμπτώσεις, η κακή αγωγή, τα ήθη και τα έθιμα, οι έξεις, το μη αυτεξούσιο του λογι­σμού και προπαντός, η αδυναμία του χαρακτήρα.
Οι προλήψεις αποτελούν εμ­πόδια - φραγμούς, πού ανακό­πτουν την πρόοδο και πολλοί λί­γοι είναι εκείνοι, πού έχουν την ψυχική δύναμη να τούς ξεπεράσουν.
Λένε λόγου χάρη, για τον Αίσωπο, ότι κάποτε πού το αφεν­τικό του τον έστειλε στο λουτρό να δει να ήταν πολλοί άνθρωποι εκεί, αν και είδε ολάκερο πλή­θος, όταν γύρισε στον αφέντη του του είπε πώς μόνο έναν άνθρωπο βρήκε, γιατί στην είσοδο· τού λου­τρού υπήρχε μια πέτρα, πάνω στην οποία σκόνταφταν όλοι, ό σοι μπαινόβγαιναν, ένας δε μό­νο φρόντισε να μετακινήσει την πέτρα, ενώ όλοι οι άλλοι φοβόνταν να τη μετακινήσουν.
Κατηγορίες προλήψεων:
Η πρόληψη, λέει ο Νικόλαος Πολίτης, είναι «πολυκέφαλον τέρας δυσανταγώνιστον, επιφαινόμενον εν πάση περιστάσει τού βίου και τα πάντα διαφθείρον», γιατί υπάρχουν προλήψεις θρησκευτικές, ηθικές, κοινωνικές και πολιτικές.  
Ορισμός δεισιδαιμονίας:
Δεισιδαιμονία είναι η δοξασία για την εχθρική πα­ρουσία και επενέργεια των δαι­μόνων και των δαιμονικών, ο υ­πό των δαιμόνων φόβος.
Η λέξη δεισιδαιμονία είναι σύν­θετη και παράγεται απ’ τη ρίζα «δειδ» τού ρήματος δείδω, πού θα πει φοβάμαι και απ’ τη λέξη «δαίμων».
Επομένως, η λέξη δεισιδαιμονία σημαίνει φοβάμαι τούς δαίμονες.
Επειδή δε κατά την αρχαιότητα η λέξη δαίμων σήμαινε το Θεό, η δεισιδαιμονία δεν είχε τη σημερινή κακή ση­μασία, αλλά σήμαινε τη θεοσέ­βεια.
Η έννοια αυτού τού όρου δια­τηρήθηκε ως τίς αρχές τού Γ' μ.κ.χ.. αιώνα.
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μεταχειρίζεται το ρήμα «δεισιδαιμονώ» (Προτρε­πτικός πρός Έλληνας I, 103) αντί τού λατρεύω.
Επίσης, στις Πράξεις των Αποστόλων (ΙΖ' 22) πού γρά­φτηκαν στις αρχές τού Γ' μ.κ.χ. αιώνα, ο Απόστολος Παύλος μι­λώντας  πρός τούς Αθηναίους, τούς αποκαλεί «δεισιδαιμονεστάτους» αντί «ιθεοσεβεστάτους».
Ήδη όμως, απ’ τα τέλη τής Α' π.κ.χ. εκατονταετηρίδας, πα­ράλληλα με τούτη τη σημασία τού όρου, συνυπάρχει και μία άλλη, η οποία πλησιάζει τη δει­σιδαιμονία, όπως την εννοούμε σήμερα.
Σύμφωνα με τη δεύτερη ση­μασία τού όρου, η δεισιδαιμονία θεωρείται θρησκευτική δοξασία, πού είναι θεμελιωμένη έξω τής κοινώς παραδεδεγμένης πίστεως.
Τη σημασία τούτη, τη συναν­τάμε στο «περί δεισιδαιμονίας» κεφάλαιο των «χαρακτήρων» τού Θεόφραστου.
Η μετάπτωση αυτή εξηγείται ως εξής:
Ο σεβασμός πρός τούς θεούς, όπως συμβαίνει ακόμα, και σήμε­ρα, εννοείται ως μια κάποια μορ­φή φόβου , λ.χ. είναι θεο­φοβούμενος, λέμε εμείς οι Νεο­έλληνες.
Ο φόβος όμως αυτός με την πάροδο τού χρόνου έγινε τέτοιος, ώστε πίσω απ’ την έννοια τού Θεού να κρύβεται κάτι το φο­βερό για τούς θνητούς, έτσι πού να νομίζονται ότι οι Θεοί είναι πρόξενοι όλων των δυστυχιών του ανθρώ­που, όντα υπερφυσικά, πού πρέ­πει να εξευμενιστούν με κάθε τρόπο:
Ο δεισιδαίμων φοβάται μήπως κάνει ή μήπως παραλείψει να κάνει κάτι και επισύρει την ορ­γή Θεών, αγνώστων στη θρη­σκεία, πού πιστεύει.
Με την πίστη προπαντός, ότι εμμένει στα δόγματα τής ίδιας αυτού θρησκείας, εκτελεί χωρίς να γνωρίζει, τα παραγγέλμα­τα μιας θρησκείας πού εξέλιπε, και τούτα ατελή, διεστραμμένα και παραμορφωμένα.
Έτσι, σιγά - σιγά η λέξη ξέφυγε απ’ την αρχική της έννοια και κατάντησε να σημαίνει «θρησκόληπτος» και «δαιμονόφοβος».
Με τη διατύπωση ενός συγκε­κριμένου και ανεπίδεκτου ελα­στικότητα: ορισμού τής
δεισιδαι­μονίας, σαν φαινομένου τού βίου των λαών, ανέκαθεν υπήρξαν δι­αφωνίες και καθένας, ξεκινώντας, απ’ τη δική του φιλοσοφική σκο­πιά, διατύπωσε δικό του ορισμό.
Ο Πλούταρχος, στο «περί δει­σιδαιμονίας» βιβλίο του, καθορί­ζει τη δεισιδαιμονία, ως «πάθος εκ ψευδούς λόγου γεννώμενο», προτιμά δε τον άθεο από τον δεισιδαίμονα, γιατί ο μεν άθεος αρνιέται ολοκληρωτικά τον Θεό, ο δε δεισιδαίμονας τού προσδίδει απρεπείς ιδιότητες.
Και τής δεισιδαιμονίας δόθη­καν πολλοί ορισμοί.
Πιο κοντά στις σημερινές αν­τιλήψεις για τη δεισιδαιμονία, είναι ο ορισμός τού Κάντιου. «Δεισιδαιμονία», λέγει ο Κάντιος, είναι η κλίσις πρός θεμελίωσιν πίστεως επί ζητημάτων μη διασαφηθέντων έτι υπό των φυ­σιολογικών νόμων» (Steit D., Fakyitatain A., 112).
Το κράτος τής δεισιδαιμονίας είναι ευρύτατο και απέραντο.
Εξικνείται στα πέρατα τής οι­κουμένης. Λαοί, άγριοι και πο­λιτισμένοι, υπακούνε στα κελευστά της, η διαφορά είναι μόνο ποιοτική.
Στους άγριους λαούς, η δει­σιδαιμονία διατηρεί την στυγνή και αποτρόπαια όψη. Της, ενώ στους πολιτισμένους έχει χαρα­κτήρα ηπιότερο και τίς πιο πολ­λές φορές ακίνδυνο.
Λόγου χάρη: Ο άγριος τής Νέας Ζηλανδί­ας τρώει το αριστερό μάτι τού νικημένου αντιπάλου του, πιστεύ­οντας ότι παίρνει μαζί και τη δύναμή του, ενώ στην Ελλάδα οι μανάδες δεν δίνουν στα παι­διά τους να φάνε μυαλό κοκοριού για να μη γίνουν κοκορόμυαλα, ή δεν τ’ αφήνουν να φά­νε πρόβεια γλώσσα για να μη γίνουν δικηγόροι.
Άλλο παράδειγμα: Οι Αναμίτες Σεδάγκ (Ασιατικός Λαός) όταν χτίζουν σπίτι, ανοίγουν ένα βαθύ λάκκο και ρίχνουν μέσα ζωντανό ένα δούλο, έπειτα πάνω σ’ αυτό το ζωντανό θύμα, βάζουν το πρώτο θεμέλιο παλούκι τού σπιτιού, πι­στεύοντας ότι θα στεριώσει το σπίτι.
Το ίδιο πιστεύομε κι’ ε­μείς' μόνο πού, δε χτίζουμε πια τού πρωτομάστορα τη γυναίκα, όπως αναφέρει το δημοτικό τρα­γούδι, για το περίφημο γεφύρι τής Άρτας, αλλά σφάζουμε στα θεμέλια τού σπιτιού έναν κόκορα ή κριάρι, ή και σκυλί ακό­μη, για να στοιχειώσει το σπίτι.
 Πηγές της δεισιδαιμονίας
Η αρχική εμφάνιση των δεισιδαιμόνων αντιλήψεων οφείλεται στην προσπάθεια τού ανθρώπου αφ’ ενός μεν να εξηγήσει, να αναλύσει και να ταξινομήσει τα φαινόμενα τής φύσεως, αφ’ ετέ­ρου δε να ρυθμίσει τις πράξεις του σύμφωνα με τα δεδομένα.
Ο αρχέγονος άνθρωπος, πα­ρόλο πού χρησιμοποίησε όλη την πενιχρή πείρα του κι’ εξάντλησε όλη την κριτική του δύναμη δε μπόρεσε να εξηγήσει ορισμένα φαινόμενα τής φύσεως, λ.χ.
δια­δοχή ημέρας και νύχτας, αστρα­πές και βροντές κ.λ.π. και τού οργανισμού του, π.χ. ασθένειες, όνειρα, θάνατος κ.λ.π.
Η τά­ση του δε αυτή να θεμελιώσει δοξασίες για ζητήματα πού εί­ναι ανώτερα απ’ τη νοητική    δύ­ναμη τού ανθρώπου υπήρξαν η πρωταρχική πηγή των δεισιδαι­μονιών.
Αργότερα επέδρασσαν στη δι­αμόρφωσή τους πολλοί και διά­φοροι παράγοντες.
Αν εξετάσουμε με κάθε επι­μέλεια την πληθώρα των δεισι­δαιμονιών, θ’ αντιληφθούμε ότι είναι λαογραφικά υπολείμματα, ή επιβιώσεις είτε παμπάλαιων και εντελώς πρωτογόνων μαγι­κών κυρίως δοξασιών και εθί­μων, είτε λείψανα παλαιότατων αστρολογικών δοξασιών ή και λατρευτικών εθίμων.
Και για να μεταχειρισθώ τα λόγια τοι Πολίτη , «είναι συντρίμματα δοξα­σιών λησμονημένων, αμυδρά ζώ­πυρα εκ τής φωταυγούς εστίας καταλυθεισών θρησκειών των πα­ρωχημένων χρόνων».
Γι’ αυτό ακριβώς, ενώ μάταια ψάχνουμε να βρούμε τη δικαιολογητική βάση των δεισιδαιμονιών στις ιδέες πού επικρατούν σήμερα, τη βρίσκουμε στη λα­τρεία των προγόνων μας, ή άλ­λων παλαιοτέρων λαών και με την βοήθεια των δοξασιών αυτών «περί θεών», εξηγούμε με ευχέ­ρεια τα παράδοξα και ακατάλη­πτα κελεύσματα τής δεισιδαιμο­νίας.
Γιατί η γνώση, πού  αποκτούμε από άλλες πηγές, για τις θρησκείες πού εξέλιπαν, μάς βοηθάνε να αποκαταστήσουμε τη συνοχή των λειψάνων τους, πού διασώθηκαν στις δεισιδαιμονίες και στο να προσθέσουμε τούς κρί­κους πού έλειπαν απ’ τη σπασμέ­νη αλυσίδα πού μάς συνδέει με τον αρχαίο κόσμο.
Αρκούμαι να αναφέρω λίγα παραδείγματα, πού βεβαιώνουν αυτή τη σχέση.
Είναι γνωστός σέ όλους ο Μάρ­της, όπως λένε σ’ όλη την Ελ­λάδα τις κόκκινες ή χρυσαφένιες ή κίτρινες κλωστές, πού δένουν οι μανάδες στα χέρια των παι­διών τους, για να μην τα κάψει ο πρωτομαρτιάτικος Ήλιος. Η ίδια συνήθεια, όπως μας πληρο­φορεί σέ μια ομιλία του ο
Χρυ­σόστομος, υπήρχε και στον Ε' αιώνα μ.κ.χ. Επίσης, από μία ο­μιλία τού Χρυσοστόμου, στην οποία ο άγιος πατέρας καυτηριά­ζει αυτή την συνήθεια, προκύπτει ότι αυτή ήταν πολύ παλιά. Και πραγματικά ήταν λείψανο τής αρχαίας Ελληνικής λατρείας, γιατί τη συναντάμε στα
Ελευσίνια μυστήρια.
Ο Μάρτης είναι η κρόκη , πού φορού­σαν οι μύστες στο δεξί χέρι και πόδι, αποδίδοντας σ’ αυτή κά­ποια, άγνωστη σ’ εμάς, συμβολι­κή σημασία.
Άλλο παράδειγμα: Η απαγό­ρευση τής τελέσεως των γάμων το Μάη μήνα είναι κοινή όχι μό­νο οι Έλληνες, άλλα και όλοι οι άλλοι Ευρωπαϊκοί λαοί θεωρούν δυσοίωνη την τέλεση των
μαγιά­τικων γάμων.
Πολλές εκδοχές κυκλοφορούν για το δικαιολογητικό λόγο αυτής τής δεισιδαιμονίας, άλλα καμμιά δεν φαίνεται πειστική. Μερικοί  λένε, ότι το Μάη γιορτάζει η ά­γρια Μαύρα και άρα ότι κάνει κανείς αυτό το μήνα, θα είναι κακά και μαύρα.
Η δικαιολογία αυτή θα μπορούσε να είναι αληθινή μόνο για τους ορθόδοξους.
Άλλοι λένε, πώς ο Μάης είναι ο μήνας πού ζευγαρώνουν τα γαϊδούρια.
«Να ήμουν το Μάη γάιδαρος», λέει μία παροιμία, «το θεριστή κριάρι κι όλο το χρόνο κόκορας και γάτος το Γενάρη». Συνεπώς, αποφεύγουν όλοι να παντρευτούν  αυτό το μήνα για να μην κακοχαρακτηριστούν  παρομοιαζόμενοι με τα γαϊδούρια. Αλλά είναι φανερό, ότι αυτή η δικαιολογία λέγεται χάριν αστειότητας.
Την αληθινή ερμηνεία τής δεισιδαιμονίας μάς τη δίνει η λατρεία των αρχαίων Ρωμαίων.
Το Μάη μήνα γιόρταζαν οι Ρωμαίοι τα Λ ε μ ο υ ρ ά λ ι α, γιορτή , πού ήταν αφιερωμένη, στους καταχθόνιους δαίμονες. Γι’ αυτό ακριβώς, οι μέρες τού Μάη θεωρούνταν αποφράδες και ήταν απαγορευμένοι οι γάμοι, για να μη δυστυχήσουν εκείνοι πού θα παντρεύονταν.
Είναι ανάγκη να πούμε πώς, σύμφωνα με τον νόμο τής επιβιώσεως, διατηρούνται στο παρόν, απλώς και μόνο γιατί υπήρξαν πριν κι όχι για κανένα άλλο λόγο, πολλά ίχνη τού παρελθόντος.
Υποβοηθούν δε και άλλα αίτια στο να γίνει η διατήρηση αυτή πιο διαρκής και κάθε φορά ένα απομεινάρι τού παρελθόντος πα­ρουσιάζεται και με μία καινούργια  μορφή.
Τα αίτια αυτά είναι κυρίως ψυχολογικά.
Τα κυριότερα απ’ αυτά είναι: Διηγήσεις διάφορες. Η Μαντική και η Μαγεία.
Οι μαγικές οδηγίες για εξιλασμό ή δέσμευση των υπεράν­θρωπων δυνάμεων, καθώς και οι οδηγίες για την επήρεια των ουρανίων σωμάτων στις τύχες των ανθρώπων, περιέχονται στα μα­γικά βιβλία. Τα περισσότερα απ’ αυτά πού περισώθηκαν μέχρι σή­μερα τέτοια, Ελληνικά βιβλία γράφτηκαν τον Γ’ και Δ' αιώνα μ.κ.χ., βρέθηκαν δε στην Αίγυ­πτο, σε παπύρους.
Απ’ αυτά έχουν την αρχή τους και οι πολύ γνωστές στο λαό μας Σολομωνικές  και τα Ιατροσόφια.  
Απ’ αυτά δε τα βιβλία πηγά­ζουν οι περισσότερες δεισιδαιμο­νίες τού Ελληνικού λαού.
Σ’ αυ­τά βρίσκουμε και την εξήγηση δεισιδαιμονιών γιατί, άλλες μεν απ’ αυτές γίνεται φανερό ότι προήλθαν από την υποτιθέμενη επήρεια των αστέρων στον αν­θρώπινο βίο. άλλες δε απ’ τη σχέση τού διαβόλου με τον άν­θρωπο κι άλλες που είναι στρεβλω­μένες, ή με την πάροδο τού χρό­νου παραφθαρέντα παραγγέλμα­τα τής αρχαίας θρησκείας.
Οι δε υπόλοιπες δημιουργήθηκαν στα μεταγενέστερα χρόνια με τούς ίδιους κανόνες, πού γίνονταν οι δεισιδαιμονίες και στους αρχαίους.
Απ’ τούς κανόνες αυτούς, θα αναφέρω μόνο τον κανόνα τής αναλογία ς.  στον όποιο χρωστάμε ένα πολύ μεγάλο α­ριθμό δεισιδαιμονιών. Ο δεισιδαίμων υποθέτει πώς υπάρχει κάποια σχέση μυστηριώδης και συγ­γένεια ανάμεσα στα όμοια πράγματα και σύμφωνα με την ανύ­παρκτη αυτή σχέση κανονίζει τις πράξεις του.
Συνηθέστατα, ή ομοιότητα παρατηρείται μόνον στα ονόματα, κι' έτσι δημιουργούνται δεισιδαιμονίες από λογοπαίγνια, π.χ.
Ο Σεπτέμβρης μήνας, κοι­νώς τρυγητής, ονομαζόμενος, νομίζεται στην Κέρκυρα ακατάλ­ληλος για γάμους, γιατί τρυγάει και θερίζει το αντρόγυνο.
Στη Σύμη δεν παντρεύον­ται το Σάββατα τής Τ υ ρ ι ν ή ς για να μην τυραννιόνται.
Φαί­νεται δηλαδή καθαρά πώς κι’ αυτή και άλλες δεισιδαιμονίες γεννήθηκαν απ’ την κωμική πα­ρετυμολογία. των ονομάτων.
Έτσι δημιουργήθηκε μια ανεξάντλητη πηγή δεισιδαιμονι­ών, πού δεν υπάρχει ελπίδα να εξαλειφθούν ολοσχερώς απ’ το ανθρώπινο γένος. Μοιάζουν με το χιόνι τού Χελμού, το οποίο, όπως λέει ένα δημοτικό τραγού­δι:
Ώσπου να λειώσει το παλιό
καινούργιο το πλακώνει.
Στην διαιώνιση των παραδεδε­γμένων δεισιδαιμονιών, δεν συνέ­βαλε λίγο και η εκμετάλλευση των επιστημονικών εφευρέσεων α­πό παλαιούς εφευρέτες.
Είναι γνωστό ότι τα πολύ παλιά χρόνια οι Ιέρειες τής Αρτέμιδας χρησιμοποιούσαν στρώματα ασβεστίου κάτω από τα πέδι­λα τους, έτσι ώστε να περπα­τάνε πάνω σ’ αναμμένα κάρβου­να.
Το Βατικανό, τροφοδοτούσε σκόπιμα την δεισιδαιμονία για την κόλαση,, τον Παράδεισο και την άφεση των αμαρτιών και γέ­μιζε τα θησαυροφυλάκιά του με άφθονα χρήματα, χορηγώντας τα περίφημα συγχωροχάρτια.
Κ α τ α π ο λ έ μ η σ η        δεισιδαιμονίας:
Πολλοί όμως ήταν εκείνοι πού προσπάθησαν να καταπολεμήσουν την δεισιδαιμονία των λαών.
Απ’ αυτούς αναφέρουμε τον Ηράκλειτο, τον Ξεν0φάνη και τον Θεόφραστο, πού έγραψε ξεχωρι­στό κεφάλαιο στους «Χαρακτή­ρες» του, στο οποίο δίνει την ει­κόνα τού δεισιδαίμονα. Επίσης, ο  Πλούταρχος έγραψε ειδικό βι­βλίο για την δεισιδαιμονία.
Παρ’ όλα αυτά όμως, οι απλοϊκοί άνθρωποι δεν μπόρεσαν να α­παλλαγούν από τούς αδικαιολόγητους φόβους και τις προ­λήψεις.
Ο  ρόλος των δει­σιδαιμονιών στην ζωή των ανθρώπων. Υπάρχουν, λέει ο Κρισναμούρτι, τρία αμαρτήματα, που προξενούν περισσότερο κακό απ’ όλα τ’ άλλα στον κόσμο.
Η κακολογία, η σκληρότητα και η  δεισιδαιμονία . Γιατί είναι αμαρτήματα κατά τής αγάπης.
Ο άνθρωπος πού θέλει να γεμίσει την καρδιά του με την αγάπη τού θεού, πρέπει να προφυλάγεται αδιάκοπα απ’ αυτά τα τρία αμαρτήματα. Η δεισιδαιμονία έχει προκαλέσει φρικιαστικές σκληρότητες
Πολλά εγκλήματα έκαναν οι άνθρωποι εν ονόματι τού Θεού τής Αγάπης, με κίνητρο αυτόν τον εφιάλτη τής δεισιδαιμονίας.
Να είσαι επομένως πολύ προσεκτικός, για να μη μείνει σέ σένα το ελάχιστο ίχνος δεισιδαιμονίας.
Το μεγαλύτερο κακό πού προκαλεί η δεισιδαιμονία είναι ότι δεσμεύει την ελευθερία τής βουλήσεως, επισκοτίζει την διάνοια τού ανθρώπου, τον κάνει διαρκώς να φοβάται από ανύπαρκτους κινδύνους και τον εξαναγκάζει πολλές φορές σέ έργα άσκοπα και επιβλαβή.
Ο Ελευθεροτεκτονισμός, πού είδε κατά το 18ο αιώνα, να ακμάζει η δεισιδαιμονία στα διάφορα συστήματα του, την καταπολεμάει έντονα καταδικάζοντας την.
Η δεισιδαιμονία για τούς, τέκτονες θεωρείται ως ελλιπής γνώση ,η οποία μπορεί να οδηγήσει σέ εσφαλμένα πορίσματα και σ’ εσφαλμένες ενέργειες ηθικής ή κοινωνικής φύσεως.
Υπ’ αυτή την έννοια, ο Ελευθεροτεκτονισμός είναι άσπονδος εχθρός τής δεισιδαιμονίας, γιατί την αληθινή έννοια τής εργασίας του, πρέπει να την αναζητεί διαρκώς στην προσπάθεια για την ύψιστη τελειοποίηση τής ανθρώπινης υπάρξεως και γνώσεως.
Αυτό προκύπτει άλλωστε από τα τυπικά του, επισφράγισμα των όποιων αποτελούν τα λόγια τού μεγάλου Τέκτονα Μότσαρτ στο «μαγεμένο αυλό», πώς «στο τέλος οι γνωστικοί θα νικήσουν και οι προλήψεις θα εξαφανιστούν».


Κυριακή 26 Απριλίου 2020

ΕΡΙΝΥΕΣ: ΟΙ ΕΠΙΚΟΥΡΟΙ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ



   Κατά τον Ησίοδο, οι Ερινύες γεννήθηκαν από το αίμα που έσταξε η πληγή του Ουρανού, όταν τον ακρωτηρίασε ο γιος του Κρόνος.
Για άλλους συγγραφείς θεωρούνταν γονείς τους ο Άδης και η Περσεφόνη, ενώ ο Αισχύλος τις θεωρεί κόρες της Νύχτας και ο Σοφοκλής κόρες της Γης και του Σκοταδιού.
Είναι η Αλικτώ, η Μέγαιρα και η Τισικτόνη.
Οι Ερινύες ήταν φτερωτοί δαίμονες που  καταδίωκαν την λεία τους πετώντας.
Είχαν παρόμοιες αναλογίες και με τις υπόλοιπες υποχθόνιες θεότητες τις Κήρες και τις Άρπυες.
Είχαν την δυνατότητα να μεταμορφώνονται γρήγορα και συχνά.
Επίσης είναι γνωστές και ως Ευμενίδες, δίνοντάς έτσι το όνομά τους στην τρίτη τραγωδία της τριλογίας Oρέστειας του Αισχύλου.
Τα κεφάλια των Ερινύων ήταν τυλιγμένα με φίδια, εικόνα που θυμίζει τη Μέδουσα Γοργώ και γενικότερα όλη η εμφάνισή τους ήταν φρικιαστική και απωθητική.
Συνήθως απεικονίζονται με αστραφτερό βλέμμα μαύρες στην όψη, αποπνέουσες καταστρεπτικό πυρ αλλά και με φτερά φέρουσες μαύρες εσθήτες.
Κατοικία τους είχαν τον κάτω κόσμο του Άδη απ’ όπου και αναλάμβαναν την εκτέλεση των ποινών που έθεταν οι κριτές του Άδη και της Δίκης στους ανθρώπους, ακόμα και πέραν του τάφου τους γι’ αυτό επί των φονέων αποκαλούνταν ως θεότητες "Επίκουροι της Δίκης".
Στα χέρια τους έφεραν συνήθως αναμμένες δάδες για να διαλύουν τα σκότη που ευνοούσαν ή κάλυπταν τα διαπραχθέντα εγκλήματα καθώς και μαστίγιο φιδοφόρο ως όπλο κατά των δραστών.
Στη μέση τους έφεραν ζώνη δίνοντας την όψη Μαινάδων και γι’ αυτό επίσης ονομάζονταν και "Βάκχες του Άδη".
Το μελανό δέρμα τους καλύπτονταν από μαύρα φορέματα.
Τα πρόσωπα τους ήταν τρομαχτικά και φρικιαστικά.
Τα μαλλιά τους ήταν ανάκατα με φίδια.
Η ανάσα τους ήταν φαρμακερή, όπως φαρμακερός ήταν κι ο αφρός που έβγαινε από το στόμα τους.
Η πνοή τους έβγαζε φλόγες και τα μάτια τους πετούσαν σπίθες.
Έτσι, σκορπούσαν στο πέ­ρασμα τους κάθε λογής αρρώστιες κι εμπόδι­ζαν ακόμη και τα φυτά ν’ αναπτυχθούν.
Οι Ερινύες  κυνηγούσαν όσους είχαν διαπράξει εγκλήματα κατά της φυσικής και ηθικής τάξης των πραγμάτων. Επίσης, οι Ερινύες τιμωρούσαν και καταδίωκαν με λύσσα όλους όσοι είχαν διαπράξει φόνο, ήταν κυριευμένοι από μίσος και κακία, ήταν επίορκοι ή δόλιοι.
Φτάνουν στο σημείο να τιμωρούν αυτούς που αρπάζουν τους νεοσσούς απ' τις φωλιές των πουλιών.

Μπορούμε να πούμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες μέσω των Ερινυών συμβόλιζαν τις τύψεις και τις ενοχές που κατακλύζουν την ψυχή και το μυαλό ενός άδικου, ενός κακού ή ενός εγκληματία και που τον οδηγούν στην καταστροφή του αποδεικνύοντας ότι, το μάτι της Θεί­ας Δικαιοσύνης τα βλέπει όλα και μοιράζει στον καθένα δικαίως, εκείνη την αμοιβή που του αξίζει.
Κανένας ένοχος δεν γλιτώνει από την αβυσ­σαλέα εκδίκηση τους, όσο κι αν αυτός πιστεύει ότι είναι ασφαλής.
Σε ανύποπτο χρόνο, οι τρομακτικές Ερινύες χιμούν καταπάνω του, δεν τον αφήνουν σε ησυχία, ρημάζουν το σπίτι του, τον διώχνουν από κει και τον καταδιώκουν, ώσπου να πέσει αποκαμωμένος, τρελός απ'τα τραγούδια τους που πιλατεύουν τ'αυτιά του.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου, βλέπουμε το θεό Άρη να τον καταδιώκουν οι Ερινύες επειδή βοήθησε τους Τρώες, αντίθετα προς την επιθυμία της μητέρας του Ήρας.
Παρόμοια απειλή κρέμεται πάνω απ' τον Τηλέμαχο σε περίπτωση που έδιωχνε την Πηνελόπη από το πατρικό σπίτι.
Οι Ερινύες, σαν εκδικήτριες του φριχτότερου απ' όλα τα εγκλήματα, της πατροκτονίας, χρησίμεψαν για θέμα στους Έλληνες τραγικούς, ιδιαίτερα στους μύθους του Ορέστη και του Οιδίποδα.
Ταυτόχρονα όμως οι υποχθόνιες θεότητες μπορούν και χάνουν το χαρακτήρα των αμεί­λικτων και στυγερών θεοτήτων.
Όταν οι άνθρωποι τηρούν με ευλάβεια τους Συμπαντικούς Νόμους τότε είναι που οι Ερινύες μεταμορφώνονται σε Ευμενίδες, ευεργετικές θεότητες, που θεωρούνταν προστάτιδες των ξένων και των ζητιάνων.
Επίσης οι Ευμενίδες απομακρύνουν από τον άνθρωπο ή μια χώρα, την καταστροφή, τις αρρώστιες, τον κίνδυνο, την ξηρασία, τους βλαβερούς ανέμους και έφερναν την ευφορία, την υγεία και την ευημερία.
Είθε να μην χρειαστεί να επισκεφτούν κανέναν μας ως Ερινύες παρά μόνο ως Ευμενίδες!

ΑΛΗΚΤΩ: Η ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΘΝΗΤΩΝ

Η  Α λ η κ τ ώ  θεωρείται μία από τις τρεις ερινύες. Ο αριθμός των Ερινύων δεν είναι ακριβής.
Ο Όμηρος δεν γνωρίζει αριθμό αυτών, ο Αισχύλος εισάγει ολόκληρο χορό Ερινύων, αντίθετα ο Ευριπίδης σ΄ ένα δράμα του αναφέρει τρεις, με ονόματα που έδωσαν μεταγενέστεροι όπως ο Βιργίλιος που επίσης αναγνωρίζει τρεις.
Το όνομα Αληκτώ ερμηνεύεται ως αυτή που   τ ί π ο τ α δεν την καταπραΰνει.
Είναι ο  ανθρωπομορφισμός της ο ρ γ ή ς και της μανίας.

Πιθανότατα να προέρχεται από το ΆΛΗΚΤΟΣ, -η, -ο που σημαίνει αυτό/αυτός που δεν έχει λήξει.
Η γραφόμενο ως ΑΛΥΚΤΌΣ< λυκ , θ. του ρήματος ΑΛΎΣΣΩ. Από το τελευταίο ρήμα προκύπτουν λέξεις όπως το ΑΛΎΩ, που έχει πάμπολλες ερμηνείες όπως, αυτός που βρίσκεται σε βαθιά ταραχή, ο αναστατωμένος ή λυπημένος, ο εκτός εαυτού, αυτός που γκρινιάζει, δυσφορεί και δυσανασχετεί.
Με το ρήμα ΑΛΥΩ συνδέονται ετυμολογικά επίσης και οι ρηματικοί τύποι:  λυστάζω (συνώνυμο του λύω) και λυσταίνω «ασθενώ», από όπου και ο τ. λυσθαίνω* (πιθ. με επίδραση της λέξης σθενής).
Συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε πως:
Η ατελείωτη - άλυκτη οργή, είναι- φέρει την ασθένεια.
Η Αληκτώ είναι η Ερινύα με την αποστολή της τιμωρίας των η θ ι κ ώ ν  εγκλημάτων, όπως ο θ υ μ ό ς, ειδικά αν στρέφονται εναντίον άλλων ανθρώπων.
Η εξουσία της είναι παρόμοια με της Ν έ μ ε σ η ς,  με τη διαφορά ότι η εξουσία της τελευταίας είναι να τιμωρεί εγκλήματα εναντίον των θ ε ώ ν.
Η Αληκτώ αναφέρεται στην Αινειάδα του Βιργιλίου, και επίσης στη Θεία Κωμωδία του Δάντη (Κόλαση) ως μία από τις τρεις Ερινύες.
Η Αληκτώ είναι ένδειξη φ θ ο ρ ά ς  η οποία ουδέποτε εγκατέλειψε τους βροτούς.
Οι άνθρωποι, σκεπασμένοι από τα πέπλα των παθών τους, δεν καταπραΰνονται, οργίζονται και θορυβούν αδύναμοι να θυμηθούν το θνητό και εφήμερο της ύπαρξης τους.
Η Αληκτώ  κ α τ ο ι κ ε ί  μέσα μας και αλυχτομανεί κάθε φορά που θεωρούμε πως η αδικία δεν ανήκει σε μία σειρά όπου η ειμαρμένη ή η θεία τάξη έχει επιβάλει, αλλά πως προέρχεται από κάτι ολότελα ξένο προς εμάς. "Γαυγίζουμε σαν τα σκυλιά", όπως έλεγε και ο θείος Πλούταρχος.
Είθε να μετατρέψουμε την ερινύα Αληκτώ σε ευμενίδα, και να ανταμώσουμε μόνο αυτά που έχουν θεία ροή μέσα τους!

Γιώβη Βασιλική.

Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Συμβαίνει κι’ αυτό!





Συμβαίνει κι’ αυτό!

να μαραίνονται λουλούδια

και να γελούν οι άνθρωποι.

Όπως συμβαίνει κι’ αυτό,

να σκοτώνονται άνθρωποι

και ν’ ανθίζουν τα λουλούδια.

Σα να μην έφτανε τόσο κακό...




Σα να μην έφταναν οι πολέμιοι,

η πείνα, η φτώχεια, οι εκτελέσεις,

οι αρρώστιες, είναι και τα τροχαία.

Σα αν μην έφτανε τόσο κακό,

είναι και ο κορωνοϊός.

Κι’ εμείς ακόμα ζούμε!

κι’ ίσως - ίσως γεράσουμε

αν είμαστε από τους τυχερούς!