Translate

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Μια Επικούρεια προσέγγιση.



« Ανάθεμα σε Έρωντα που πήγες να ριζώσεις,
εσύ το πας φιρί-φιρί, να με ξεκουρμουλώσεις»
Ο έρωτας είναι η ζωηρή έλξη μεταξύ δύο προσώπων, η οποία συνήθως σχετίζεται με την επιθυμία για συνουσία. Θεωρείται το ισχυρότερο συναίσθημα έλξης μεταξύ δύο ανθρώπων ή ζώων. Συμβάλλει στη διαιώνιση των ειδών και την αναπαραγωγή.
Η αντίληψη του τι είναι έρωτας διαφέρει ανάμεσα στους λαούς.
Οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι ο έρωτας ήταν ένα συναίσθημα άγριο ή απλό, χωρίς τίποτα το πνευματικό, και στρεφόταν γύρω από την εξωτερική ομορφιά της γυναίκας με τελικό  σκοπό την ηδονή και την τεκνοποίηση.
Συνήθως, στον έρωτα ως πάθος, συμπεριλαμβανόταν και η εγκατάλειψη της ερωμένης.
«Έρωντα και ποιος σούμαθε, καρδιές να σαϊτεύγεις
και δεν αφήνεις άνθρωπο, να μην τονε παιδεύγεις»
Με την έλευση του χριστιανισμού, η θέση της γυναίκας διαφοροποιήθηκε  και σε πολλούς θρύλους της Βόρειας Ευρώπης παρατηρείται ο λεγόμενος ιπποτικός έρωτας.
Από αυτή την έννοια, μετά το τέλος του Μεσαίωνα προήλθε ο ρομαντικός έρωτας.
Μια παρερμήνευση αυτού του έρωτα ήταν ο Πλατωνικός έρωτας, η αγνή αγάπη που δεν αποσκοπεί στη σαρκική ηδονή.  
Η αναπαραγωγή είναι η βιολογική διαδικασία με την οποία παράγεται κάθε νέος οργανισμός. Η αναπαραγωγή είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ζωής. Οι μέθοδοι αναπαραγωγής μπορούν να ομαδοποιηθούν στη σεξουαλική και στην ασεξουαλική αναπαραγωγή.
Στην ασεξουαλική αναπαραγωγή, ένας οργανισμός αναπαράγεται χωρίς την ανάγκη αλληλεπίδρασης με άλλον οργανισμό του ίδιου είδους.
Η διχοτόμηση ενός βακτηρίου σε δύο είναι ένα παράδειγμα ασεξουαλικής αναπαραγωγής.
Οι μονοκύτταροι οργανισμοί δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα, δεδομένου ότι τα περισσότερα φυτά μπορούν να αναπαραχθούν ασεξουαλικά.
Η σεξουαλική αναπαραγωγή απαιτεί την αλληλεπίδραση δυο οργανισμών, συνήθως ένα από κάθε φύλο. Τα δύο φύλα είναι το Αρσενικό και το Θηλυκό.
 Η αναπαραγωγή των ανθρώπων είναι ένα παράδειγμα σεξουαλικής αναπαραγωγής. Γενικά, οι πιο περίπλοκοι οργανισμοί αναπαράγονται σεξουαλικά, ενώ οι απλούστεροι, συνήθως μονοκύτταροι οργανισμοί αναπαράγονται ασεξουαλικά.
O γάμος είναι μια κοινωνική, θρησκευτική και νομική σύζευξη ή ένωση δύο ατόμων, διαφορετικού ή σε ορισμένες χώρες κατά τα τελευταία χρόνια και ίδιου φύλου.
Ο θεσμός του γάμου ανάγεται στα χρόνια που ο άνθρωπος άρχισε να σχηματίζει κοινωνίες. Τον συναντούμε σε κάθε κοινωνία.
Ο γάμος μπορεί να υποκινείται από διάφορα κίνητρα ή σκοπούς, όπως:
Σχηματισμός οικογένειας.
«Μα πρέπει του και του γαμπρού, να μη παραπονάται,
γιατί βρήκε καλά προικιά, να στρώνει να κοιμάται».
Νομιμοποίηση σεξουαλικών σχέσεων.
Ενθάρρυνση τεκνογονίας.
Κοινωνική επιβεβαίωση ή ανέλιξη.
« Με τις δακτυλιδόπετρες , του πρέπει το ρολόϊ
γιατ’ είναι από ψηλή γενιά, κι από μεγάλο σόϊ».
Οικονομική σταθερότητα.
«Ετούτηνε την εποχή, μην περιμένεις γάμο,
γιατί ακρίβην’ η ζωή και μπουνταλές δεν κάνω». Επίκαιρο.
Ο γάμος στην αρχαία Ελλάδα σε όλες τις πόλεις-κράτη κατοχυρωνόταν με νόμο, έπαιζε δε πρωτεύοντα ρόλο την κοινωνία. Αν και δεν ήταν υποχρεωτικός, οι νέοι έπρεπε να παντρευτούν, γιατί η κριτική που ασκούταν στους άγαμους ήταν έντονη και πολλές φορές χλευαστική.
 Η δημιουργία οικογένειας εξυπηρετούσε δύο βασικούς σκοπούς.
Την απόκτηση απογόνων, την κληροδότηση  της περιουσίας και δεύτερον την περίθαλψη των γονέων από τα παιδιά τους.
 Στην αρχαία Ελλάδα επικρατούσε το μονογαμικό σύστημα.
Οι γυναίκες ήταν πολίτισσες και προστατευόταν από τους νόμους.
Οι άνδρες μπορούσαν να έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις, αλλά μόνο τα παιδιά της νόμιμης συζύγου κληρονομούσαν όνομα και περιουσία.
Οι άνδρες παντρευόταν κυρίως στην ηλικία των 24-30 ετών, ενώ η ηλικία της γυναίκας ήταν τα 12-16 χρόνια.
Στη Σπάρτη όσοι έμεναν ανύπαντροι ως τα γεράματα δεν τους εκτιμούσαν όπως τους άλλους γέρους.
Όταν κάποιος νέος ήθελε να παντρευτεί, «άρπαζε» την κοπέλα που επιθυμούσε και μετά από σειρά επαφών συνουσίας εφ’ όσον έμενε έγγειος την παντρεύονταν.
Συνουσία ή κοινώς και κατά συνεκδοχή σεξ (sex = φύλο[λατ.]) ονομάζεται η σεξουαλική πράξη μεταξύ ανθρώπων ή άλλων μελών του ζωικού βασιλείου. Πρωταρχικός σκοπός της συνουσίας είναι η αναπαραγωγή για τη συνέχιση του είδους, αν και συχνά, κυρίως μεταξύ ανθρώπων, γίνεται μόνο για την ευχαρίστηση.
Στην ελληνική μυθολογία ο Έρως ήταν ο φτερωτός θεός της αγάπης.
Συχνά σχετίζεται με τη θεά Αφροδίτη.  Σύμφωνα με τον μύθο, όταν χτυπούσε με τα βέλη του δύο ανθρώπους, αυτοί ερωτεύονταν παράφορα.
Ο Έρως, χαρακτηρίζεται ανίκητος στην τραγωδία Αντιγόνη. Εκεί πολύ παραστατικά αναφέρει η Αντιγόνη στον Κρέοντα την ρήση «Ζω για να αγαπώ και ν’ αγαπιέμαι και όχι για να μισώ».
Σύμφωνα με την Ορφική διδασκαλία, ο Έρωτας προήλθε από το «κοσμικό αυγό» που άφησε η Νύχτα στους κόλπους του Ερέβους.
Υπέρ μιας κοσμογονικής καταγωγής του τίθεται και ο Ησίοδος στη Θεογονία, καθώς αναφέρει πως ο Έρωτας προήλθε από το Χάος μαζί με τη Γαία, στοιχεία επίσης χωρίς γεννήτορες.
Στη μετα-ομηρική μυθολογία παρουσιάζονται και άλλοι γεννήτορες του Έρωτα, ενώ συχνά σχετίζεται με τη θεά Αφροδίτη.
Σύμφωνα με τη Σαπφώ είναι γιος της Αφροδίτης και του Ουρανού, ενώ σύμφωνα με τον Σιμωνίδη τον Κείο είναι γιος της Αφροδίτης και του Άρη. Αναφέρεται και ως υπηρέτης και συνοδός της Αφροδίτης.
Ο Αλκαίος αναφέρει ότι ο Έρωτας ήταν γιος της Ίριδας και του Ζέφυρου.
Σε άλλες πηγές, πατέρας του Έρωτα θεωρείται ο Ήφαιστος.
Από τους τραγικούς, ιδιαίτερη σημασία στον θεό Έρωτα αποδίδει ο Ευριπίδης. Ο Ευριπίδης διαχωρίζει τη δύναμη του Έρωτα σε δύο μορφές:
Σε αυτή που μπορεί να οδηγήσει στην Αρετή και σε εκείνη που οδηγεί στην Αθλιότητα.
Με παρόμοιο τρόπο, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα εντοπίζουμε τον «καλό» Έρωτα (γιο της Αφροδίτης Ουρανίας) και τον «κακό» Έρωτα (γιο της Αφροδίτης Πανδήμου).
Για τους αρχαίους Έλληνες, ο Έρως ήταν ο θεός που ευθυνόταν για τον πόθο, την αγάπη και τη σεξουαλική δραστηριότητα, ενώ λατρευόταν και ως θεός της γονιμότητας. Μάλιστα, συχνά τον αναφέρουν ως «ελευθέριο», όπως και τον Διόνυσο.
Στην ελληνική αρχαιότητα, υπήρχε βέβαια και το φαινόμενο της πορνείας σε ορισμένες πόλεις  ενίοτε περιστασιακό και χωρίς ανταλλάγματα, αλλά σε άλλες αποτελούσε πηγή εισοδήματος.
H πορνεία λειτουργούσε σε μεγάλο βαθμό, ως ρυθμιστής των ανικανοποίητων και επιθετικών σεξουαλικών ορμών, προς προστασία της κοινωνικής τάξης, διότι κρατούσε π.χ. τους ακόμη άγαμους μακριά από τις θυγατέρες και τις συζύγους των αστών. Επιπλέον, οι Ελληνίδες πόρνες, οι εταίρες, ως οι μόνες γυναίκες, που είχαν εισέλθει στη δημόσια ζωή, έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στις ανδρικές συντροφιές, και καλλιεργούνταν ως σημαντική διασκέδαση για τους άνδρες.
          Στα τελευταία 2500 χρόνια έχουν χυθεί τόνους μελάνης και χρησιμοποιήθηκε τόνους χαρτί για ν’ αποτυπωθεί η συναισθηματική και συγκινησιακή διέγερση του κάθε γράφοντος υπό την επήρεια του έρωτα. Επηρέασε αυτό το συναίσθημα, την τέχνη, την λογοτεχνία, την μουσική, την εγκληματολογία, τον πόλεμο αλλά κυρίως την μυθολογία και την υπερβολή.
Η αγάπη είναι μόνο για τους Καθολικούς, τους κιθαρίστες και τους σκακιστές.
Το ερωτικό μυθιστόρημα είναι βελτίωση της πραγματικής ζωής, λέει ένας σύγχρονος Αμερικανός φιλόσοφος.
Ένα σύνολο διαταραχών της ψυχής οφείλονται στην μη ικανοποίηση ενός φευγαλέου  οράματος, του ονειρικού έρωτα όπως τον αντιλαμβάνεται ο καθένας και εγωιστικά, μεγαλεπήβολα, προσπαθεί να τον σωματοποιήσει, αυτόν τον άυλο παραμυθατζή. Το άπιαστο όνειρο.
Οι άνθρωποι δεν ξέρουν πώς να τα βγάλουν πέρα με τον έρωτα. Κι έτσι, τον έκαναν παιχνίδι. Ένα παιχνίδι που καταστρέφει όσους το παίζουν.
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι παράξενες. Θέλω να πω, για λίγο καιρό ζεις με μια ερωμένη, τρως μαζί της, κοιμάσαι μαζί της, βγαίνεις μαζί της, της μιλάς, την αγαπάς και μετά όλα τελειώνουν. Για ένα διάστημα μένεις μόνος σου, κι’ ύστερα εμφανίζεται άλλη γυναίκα και κάνεις έρωτα μαζί της, κι’ όλα μοιάζουν φυσιολογικά, ήρεμα σαν να την περίμενες όλη σου την ζωή και σαν να σε περίμενε κι εκείνη. Ποτέ δεν αισθάνεσαι σωστά ζώντας ολομόναχος, μερικές φορές είναι όμορφα, μα ποτέ δεν είναι σωστά.
Το να βρίσκεσαι πέρα από το καλό και το κακό είναι εντάξει στην θεωρία, αλλά για να τα βγάλεις πέρα με την καθημερινότητα είσαι υποχρεωμένος να διαλέγεις σύντροφο με φιλότητα και ισοτιμία.
            Η ηδονή για τον Επίκουρο δεν είναι φευγαλέο όραμα, διαρκής όσο και ατελέσφορη επιδίωξη, όπως μας έμαθαν εμάς να την βλέπουμε, οι ρομαντικοί κι’ ένα σωρό άλλοι καταραμένοι διανοητές και ποιητές.
Οι φίλοι και η φιλοσοφία είναι οι δύο μεγαλύτεροι πόροι, που θα μας επιτρέψουν να ζήσουμε τη ζωή με σιγουριά και δίχως άγχος.
Κι ίσως το καλύτερο απ’ όλα θα ήταν να είχαμε φίλους με τους οποίους να μοιραζόμασταν την επικούρεια φιλοσοφία μας.
Στις κοινότητες των Κήπων , οι δούλοι και οι γυναίκες ήταν πρόσωπα ισότιμα με τους άρρενες πολίτες, πράγμα που ξέφευγε κατά πολύ από τα καθιερωμένα κοινωνικά πρότυπα της εποχής, ο Επίκουρος πίστευε ότι οι ταπεινής καταγωγής άνθρωποι ήταν σε θέση να καταλάβουν και να επωφεληθούν από τη φιλοσοφία του όσο και οι μορφωμένοι, ακόμα κι απ’ αυτήν την άποψη, ο επικουρισμός βρισκόταν μπροστά από την εποχή του.
Για τον Επίκουρο τα ακυριάρχητα πάθη ήταν οι μεγαλύτεροι εχθροί της ανθρώπινης ευτυχίας κι’ έλεγε για αυτό.
«Γιατί συχνά απ' το πάθος τους οι άνθρωποι τυφλωμένοι κάνουν αυτό, και μάλιστα στο αγαπημένο τους ταίρι βλέπουν αυτές τες αρετές που αυτό δεν έχει βέβαια.»
Το τυπικό μοντέλο: αρχικά πόθος, μετά ξεμυάλισμα, στη συνέχεια εκπλήρωση και τέλος ζήλεια ή πλήξη. Σ’ αυτή την αέναα επαναλαμβανόμενη ιστορία, πέρα από την ίδια την ερωτική πράξη δεν υπάρχει παρά η ανησυχία και η κατάπτωση.
Ο Επίκουρος θεωρούσε το σεξ ως μία μη αναγκαία ηδονή που ποτέ δεν πρόσφερε πραγματικό όφελος σε κανέναν. «και να ‘μαστε κι ευχαριστημένοι αν δεν μας βλάψει κιόλας»! Η ερωτική πράξη από μόνη της δεν έχει τίποτα το επιλήψιμο, όμως πολύ πιο σημαντική από το σεξ ή τον έρωτα είναι η φιλία, που «χορεύει ολόγυρα στην οικουμένη καλώντας μας να ξυπνήσουμε για χάρη της ευτυχίας».
Όμως αν θέλουμε να οδηγηθούμε προς τον πραγματικό έρωτα., ένας δρόμος υπάρχει. Η φιλία!
Η φιλία που είναι το μέσον για να φτάσει κανείς στην πραγματική ηδονή.
Τόσο στην σωματική, δηλαδή την σαρκική, όσο και στην ψυχική και πνευματική τοιαύτη.
Έτσι γι’ αυτό ο Επίκουρος δέχτηκε την φιλία.
Μόνο μέσα από τους φίλους σου, τις γνωριμίες σου, την παρέα σου θα βρεις αυτό που σε ικανοποιεί πραγματικά.
Και μέσα σ’ αυτές τις μικροκοινωνίες θα κάνεις σεξ, με τους όμοια σκεπτόμενους με εσέ, ανθρώπους. Διότι μόνο οι όμοια σκεπτόμενοι με εσένα άνθρωποι , σε καταλαβαίνουν και τους καταλαβαίνεις.
 Να κάνεις σεξ χωρίς την παραμικρή προοπτική.
Σεξ για την χαρά της ζωής και γι’ αυτό που ζούμε αυτήν την στιγμή εδώ και τώρα.
 Και αν προκύψουν παιδιά τότε με την βοήθεια των ομοίων σκεπτόμενων, θα τα αναθρέψεις και θα τα μεγαλώσεις.
Όμως ο Επίκουρος πίστευε στο γάμο και στην οικογένεια, για όσους ήταν προετοιμασμένοι για τέτοιες ευθύνες, και αποδοκίμαζε τον σεξουαλικό έρωτα, διότι παγιδεύει τον εραστή μέσα σ’ ένα κουβάρι περιττών αναγκών και τρωτών συναισθηματικών καταστάσεων.
 «Κατά περίστασιν δε ποτε βίου γαμήσειν και παιδία τραφήσεσθαί τινας»
Αλλά κάποιες φορές, σε εξαιρετικές περιστάσεις, ορισμένοι σοφοί θα παντρευτούν και θα αναθρέψουν παιδιά.
Βέβαια η γενική προτροπή του δασκάλου ήταν γνωστό, ότι συμβούλευε γενικώς κατά του γάμου και της ανατροφής παιδιών. Θεωρούσε όμως ξεκάθαρα πως υπήρχαν εξαιρέσεις που δικαιολογούσαν τους δύο θεσμούς, τουλάχιστον για ορισμένους Επικούρειους.
Και ορθά έλεγε, διότι τίποτε στην δομή του επικούρειου ηδονισμού δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει την καθολική απαγόρευση του γάμου.
Στην διαθήκη του ο δάσκαλος λέει: « Να φροντίζουν ο Αμυνόμαχος και ο Τιμοκράτης για το παιδί του Μητρόδωρου, τον Επίκουρο, και για το παιδί του Πολύαινου, ενόσω αυτοί θα φιλοσοφούν και θα ζουν μαζί με τον Έρμαρχο. Κατά τον ίδιο τρόπο επίσης να φροντίζουν και για την κόρη του Μητρόδωρου και όταν έλθει σε ηλικία γάμου να την παντρέψουν με όποιον εκλέξει ο Έρμαρχος από αυτούς που μαζί μ’ αυτόν καταγίνονται στην φιλοσοφία, εφόσον αυτή είναι φρόνιμη και υπακούει στον Έρμαρχο. Να χορηγούν δε σ’ αυτούς για την διατροφή τους από τα υπάρχοντα εισοδήματα, όσα φαίνεται σ’ αυτούς ότι χρειάζονται κάθε χρόνο αφού συνεννοηθούν με τον Έρμαρχο».
Εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις, η απόλαυση και η χαρά νοούνται μόνο ως διαρκώς ανανεούμενες παρουσίες.
Με λίγα λόγια απλά, δεν έχει καμιά σχέση με τους καψούρηδες ο Επίκουρος.
Ποτέ ένα Επικούρειος δεν θα πει απευθυνόμενος  στο γεννητικό του όργανο, «Ανόητε, ξέρεις τι πόνο προκαλείς με την ηλίθια πείνα σου»; Απονία λοιπόν.
Υπάρχει ένα αμφισβητούμενο χωρίο στην επιστολή προς Μενοικέα το οποίο μετά από πολλές φιλολογικές αναλύσεις και αντεγκλήσεις λέει το εξής.
«Αυτός που πονάει από την απουσία, την έλλειψη της ηδονής, - ο ανικανοποίητος κι ο ματαιόδοξος άνθρωπος - απλούστατα δεν είναι άξιος της και δεν έχει κυρίως τι να την κάνει».
Γιατί για ποιο πράγμα, για ποια πράγματα μάλλον, πονάει αυτός ο... καψερός και δεν μπορεί ν' αξιω­θεί την αληθινά απολαυστική ζωή;
Πονάει καθώς διεκδικεί τα κενά, τα εξαίρετα (παραπανίσια - περιττά), που εξ ορι­σμού και χάρη στη φίλη και εύτακτη φύση είναι πολύ δύ­σκολο, όσο κι ανώφελο, ν' αποκτηθούν.
Με τη λογική, του ότι, κάθε τι δύσκολο, είναι συνάμα και άχαρο.
Δείτε λοιπόν τα λογιών- λογιών αξιώματα, τις εν ζωή τιμές και δόξες, την οποιαδήποτε εξουσιαστική θέση, με άλλα λόγια, στον κόσμο ετούτο (για να μη μιλήσουμε και για την εντελώς ανεδαφική διεκδίκηση της εξουσίας πάνω στο θάνατο).
Προσφέρει όντως η εξουσιαστική επιβολή ορισμένες πρό­σκαιρες ικανοποιήσεις.
Αλλά το ασταμάτητο «κυνηγητό» της, η διαρκής προσπάθεια της επιβεβαίωσης, πόσο μάλ­λον της ενίσχυσης και της επέκτασης της, δεν μπορεί παρά να φέρει κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, την αγωνία της διάψευσης.
Δεν έχουν καμιά σχέση η χαρά και η απόλαυση μ' αυτό το αγωνιώδες «σύνδρομο» - μια ψυχική κατάστα­ση που συνεπάγεται άλλωστε τη διαρκή μετάθεση της η­δονής, οριζόμενης  ως το ζηλευτό λάφυρο  της νέας / προσεχούς, μεγαλύτερης και σπουδαιότερης, δήθεν, κατάκτησης.
Δεν την ορίζει και δεν μπορεί να τη χαρεί λοιπόν την  ευτυχία ο πλεονέκτης και όχι βέβαια φύσει παρά θέσει ανικανοποίητος εξουσιαστής.  
Δικαιούχος και άξιος της είναι μόνο ο αυτεξούσιος, αυτάρκης άνθρωπος.  
Ομοιοπαθής μήπως με τον... Σαλιέρι ο Επίκουρος;
Συμμεριζόταν άραγε προκαταβολικά τη γεμάτη απόγνωση κραυγή του Βιεννέζου αυλικού μουσικού, Μετριότητες όλου του κόσμου, σας συγχωρώ; Όχι, κάθε άλλο. Εδώ κι αν είναι ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό το «κήρυγμα» του Επίκουρου.
«Θεωρούμε ότι η αυτάρκεια είναι όχι για να μένουμε (σώνει και καλά) ευχαριστημένοι, πάντοτε με τα λίγα, αλλά για να μπορούμε, όταν δεν έχουμε πολλά, να αρκούμαστε στα λί­γα, με την ακράδαντη πεποίθηση ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν ηδονικότερα εκείνοι που την έχουν λιγότερο ανάγκη».
«δεν ξέρω πώς μπορώ να εννοήσω το αγαθό, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης και τις ηδονές της σάρκας, τις ηδονές της ακοής και της ωραίας μορφής».
Ο Επικούρειος "Ηδονισμός", πρόκληση για τους φαρισαίους της ασκητικής "αγνότητας", παρεξηγήθηκε, παρανοήθηκε και έδωσε αφορμή στις πιο ηλίθιες και κακόβουλες διαστροφές..
Λαβή για μεγαλύτερη συσκότιση έδωσε και η μετάφραση της "ηδονής" στα λατινικά με τη λέξη voluptas, που είναι περισσότερο φορτωμένη με αισθησιακή απόχρωση, καθώς και πλαστογραφημένες επιστολές που κυκλοφορούσαν με το όνομα του Επίκουρου.
Πενήντα τέτοιες ασελγείς επιστολές έγραψε μόνο ο Διότιμος ο Στωικός!..
Στην πιο γυμνή της μορφή η διαστροφική παρερμηνεία λέει :
« Για ύψιστο αγαθό έχουν (οι επικούρειοι) την ηδονή. Αποθέωση της κοιλιάς. Να φάμε να πιούμε, γιατί αύριο θα πεθάνουμε..».
Δεν πρέπει, έλεγε ο Επίκουρος, να «επιδιώκομε κάθε ηδονή, αλλά ενίοτε οφείλουμε να παρακάμπτουμε πολλές ηδονές, όταν τα δυσάρεστα αποτελέσματα, που προκύπτουν από αυτές, είναι περισσότερα.
Πολλούς πόνους δε, να τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, όταν από αυτούς προκύπτει σε μας, τελικώς, μεγαλύτερη ηδονή.
Κάθε ηδονή, βέβαια, επειδή είναι κάτι το οποίον είναι οικείο στην φύση είναι αγαθόν, αλλά δεν πρέπει να κυνηγάμε οποιαδήποτε ηδονή.
Όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι μεν κάτι κακό, πλην όμως δεν πρέπει ν' αποφεύγαμε οιονδήποτε ανεξαιρέτως πόνο.
Μέσα από την συγκριτική μέτρηση, λοιπόν, και επισκόπηση των συμφερόντων και των μη συμφερόντων πρέπει να τα κρίνομε όλα αυτά».
Στόχος λοιπόν, με όλες τις προτροπές για εγκρά­τεια, η απολαυστική - ηδονική πολυτέλεια.
 Και το κυριότε­ρο: στόχος που, με την απαραίτητη βέβαια άσκηση, μπορεί να επιτευχθεί εδώ, τώρα και μόνο τώρα είναι η ηδονή της αταραξίας.  Ούτε πιο ύστερα ούτε... παραπέρα.
Δε μετατίθεται ούτε περιβάλλεται την αίγλη του σπάνιου - εξαιρετικού κατορθώματος.
Κι είναι μά­λιστα ένας στόχος που τον σημαδεύουμε από την «άνοιξη» κιόλας της ψυχής και του σώματος μας - μετά το χειμώνα της στέρησης και του πόνου, για ν' ακολουθήσουμε το δικό του περιοδικό σχήμα.
Δε χρειάζεται να περιμένουμε την ωριμότητα του θέρους, πόσο μάλλον την «παρακμή» του φθινοπώρου.
Αρκεί μόνο να πεισθούμε από νωρίς ότι δεν ωφελεί σε τίποτα να επιδιώκουμε να εξουσιάσουμε ή να δεχόμαστε να υποταχθούμε.
Να δώσουμε τα χέρια και να συνεργαστούμε ωστόσο, ναι.
Ωφελεί κι είναι επιβεβλημένο.
Είναι, ελπίζω, φανερό πλέον ότι η αυτάρκεια του Επίκουρου είναι  μια ακόμα παραλλαγή της προτροπής Λάθε Βιώσας.
Ζήσε αποφεύγο­ντας όσο μπορείς την παγίδα της σεξουαλικής εξουσίας.
Έλεγχε ωστό­σο και γύμναζε με συνέπεια τον εαυτό σου με μέτρο στην φυσική συνουσία, ακολουθώντας πάντα ένα «πρόγραμμα» φυσικών, άρα και ευχερώς εκτελεστών ασκήσεων.
Σημαίνουν άραγε όλα τού­τα απομόνωση, απομάκρυνση οριστική και τελεσίδικη από την κοινότητα των φίλων κατά φιλότητα;
Όχι, όσο θα υπάρχει η φιλία, στην οποία οφείλουμε απαραιτήτως να συνεχίσουμε  να ασκούμαστε, ώστε να μην πέσει σε αχρηστία μια τόσο μεγάλη αρετή.
Ο ασκητισμός του Επίκουρου δεν είναι αναχωρητικός, πα­ρά προϋποθέτει, αντιθέτως, τη  συντροφικότητα. Οι ισότιμες – φίλες  γυναίκες του Κήπου είναι σύντροφοι κατά φιλότητα χωρίς ν’ αποτελούν αντικείμενο κατάκτησης και άσκησης εξουσίας με σκοπό την συνουσία.
Η πρότυ­πη ατομική αναζήτηση της ευδαιμονίας δεν αποκλείει διό­λου, παρά στηρίζει και αναδεικνύει, εντέλει, την αμοιβαιό­τητα των αισθημάτων και -γιατί όχι;- των συμφερόντων.
Ανάμεσα στους από κοινού καλλιεργητές του Κήπου, που έχουν ως πρώτιστο μέλημα τους την ανάδειξη και την κα­τακύρωση της φυσικής συγγένειας της αρετής και της ηδονής, αναπτύσσεται μια εξαιρετικά στενή, συνωμοτική θα λέγαμε, σχέση.
Την έχει «αποτυπώσει», γλαφυρότερα ίσως απ' όλους, ο συνήθως εχθρικός προς τον Επίκουρο Σενέκας, διασώζοντας σ' ένα κείμενο του μια σπάνιας ευ­γένειας πρόταση του Έλληνα φιλοσόφου - και υποκλινόμενος αυτή τη φορά μπροστά του:  
«Είμαστε ο ένας για τον άλλο ένα όσο πρέπει μεγάλο θέατρο».
Τελειώνοντας θα τονίσω τα λόγια του Επίκουρου προς τους μαθητές του.
«Να τρως λίγο από τον φόβο της δυσπεψίας ,να πίνεις λίγο για να μην κακοξυπνήσεις, ν' αποφεύγεις την πολιτική και τον ερωτά και όλες τις βίαιες πρά­ξεις, να μην προσφέρεις ομήρους στην μοίρα αποκτώντας γυναίκα και παιδιά ... και προ πάντων, να ζεις έτσι. ώστε ν' αποφεύγεις τον φόβο»
Δεν πι­στεύω ότι χρειάζονται άλλοι μάρτυρες για το ότι δεν έχει ίχνος   αντικοινωνικότητας ως προς τον έρωτα, την συνουσία και τον γάμο η επικούρεια κοινωνική ηθική βιοθεωρία.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΕΙΑ
Σύγχρονος εγκυκλοπαίδεια ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ
10000 Μαντινάδες της Κρήτης : Αλέξανδρος Κ. Δρουδάκης Χανιά 1982
Γυναίκες: Τσάρλς Μπουκόφσκι Εκδόσεις Οδυσσέας.
 «Στον κήπο του Επίκουρου» Ίρβινγκ Γιάλομ   
 «Δήμιος του Έρωτα» Ίρβινγκ Γιάλομ   
Επικούρεια Ηθική Φιλοσοφία Γιώργος Ζωγραφάκης Εκδόσεις Θύραθεν.
Ελληνική μυθολογία, Ορφικοί ύμνοι, Στα ίχνη της Αφροδίτης της Χ. Μήνη, Ομηρικά έπη.


Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα



          Γνωρίζαμε κι εμείς τον πρόγονο μας τον Οδυσσέα να περιπλανιέ­ται σ’ όλες τις θάλασσες, γυρεύοντας την Ιθάκη, κι από εκεί ξε­κινώντας πάλι για την καινούρια Ιθάκη και την Πηνελόπη, γνωρίζαμε κι εμείς τον Οδυσσέα γεμάτο σκοτωμένους μνηστήρες.
Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα να κρεμιέται πάνω στο βράχο της αγριοσυκιάς και ν’ ακούει το βογγητό ολόκληρης της θάλασσας μέσα στα σπήλαια της Χάρυβδης και τη Σκύλλα τη λυσσασμένη να κα­ταπίνει αγαπημένους συντρόφους και τον Κύκλωπα να καταβρο­χθίζει κι άλλους φίλους για να μένει ο Κύκλωπας με την πετρω­μένη νύχτα πάνω στο μάτι του και να παραπονιέται στο κριάρι του, γιατί βγαίνει το στερνό στα λιβάδια του ήλιου, ενώ αυτό συνήθιζε μπροστά να βγαίνει, οδηγός της αγέλης.
Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα στην αγκαλιά της Κίρκης και στην παρθενική καρδιά της Ναυσικάς.
Γνωρίζαμε την Καλυψώ πού τον αγα­πούσε κι εκείνο τον κεραυνόπληκτο τον Οδυσσέα της σχεδίας να φωνάζει το πικρό του παράπονο στον Αίολο και τον Ποσειδώνα και τον Δία, γιατί δεν τον άφησαν καλύτερα να σκοτωθεί εκεί στη μακρινή του Τροία.
Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα γεμάτο Κίκονες και Λαιστρυγόνες, ν’ α­κούει χωρίς κερί και δεσμά σχοινιών στα χέρια και στα πόδια το γλυκό, το αιθέριο άσμα των Σειρήνων του.
Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα τον άφοβο κι όχι άνθρωπο σαν τους σημερινούς ανθρώπους τους κατασκευασμένους σαν από καουτσούκ, να τεντώνονται και να στενεύονται μέσα στην εγκληματική τους την καθημερινή παρα­φροσύνη.
Γνωρίζαμε τέλος τον Οδυσσέα μας γεμάτο από τη Νέ­μεση, πλήρη από τον Ποσειδώνα του και τη θεά του την Αθηνά την προστάτρια, να τον φορτώνει πάντοτε με το ελαφρό φορτίο κάθε είδους Φαιάκων.