Translate

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ




Το να κατανοήσουμε την ουσία της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας είναι πολύ δύσκολο, διότι, αύτη ήταν η εκδήλωση των κατά καιρούς ακμασάντων και κανονικώς λειτουργησάντων Μυστηρίων. Δυνάμεθα όμως να εξετάσουμε το υλικό το οποίο  μάς παρέχει η προ-μυθική περίοδος του ελληνισμού και κυρίως η Ελληνική Μυθολογία, η οποία κατά πάσα πιθανότητα πηγάζει από την  Πελασγική.
Η αρχική Πελασγική θρη­σκεία ήταν κατά βάση φυσιο­λατρική, θεοποιουμένων των φυσικών δυνάμεων και νόμων. Έπλασαν τούς θεούς καθ' ομοίωση των ανθρώπων. Καθ’ όσον δε αναπτύσσονταν η  διάνοια των αρχαίων Ελλήνων, στους θεούς αυτούς έβλεπαν, συμβολικά, τους εργάτες όχι μόνον της φυσικής, αλλά και της ηθικής τάξεως.
Τοιουτοτρόπως η Δήμητρα, η  Γη  μήτηρ, από θεά των φυ­τών και της χορηγού του σί­του έγινε η εφευρέτρια και προστάτιδα της γεωργίας και αργότερα στα Ελευσίνια Μυστήρια, ο μύθος αυτής και τα εντός αυτών δρώμενα συμβόλιζαν, εκτός των φυσικών γεγο­νότων, και άλλα γεγονότα σχέση έχοντα με την ανθρώπινη ψυ­χή.
Τα Μυστήρια της Ελευσίνας υπήρξαν τα θεμέλια του διαφωτισμού της ανθρώπινης ψυχής, αυτά που υπέδειξαν σ’ αυτήν, την οδό προς το φώς της σωτηρίας. Η εικόνα της παλαιούσης προς το σκότος ψυχής διατυπώθηκε στα μυστήρια  της Ελευσίνας στην πληρέστα­τη περιγραφή. Η δε αποκάλυψη των μέσων όπως νικήσει κάποιος το σκοτάδι υπεδείχθη από αυτούς πλήρως και βλέπουμε γιατί οι μυηθέντες ομολογούσαν, ότι όποιος άνθρω­πος μυηθεί στην Ελευσίνα θα έχει μετά θάνατον ευ­δαιμονία.
Να κατανοηθούν τα απόρρητα Μυστήρια και όργια δεν ή­ταν δυνατό, εάν αυτός που το επιθυμούσε αυτό δεν ήταν μεμυημένος σ’ αυτά και κατάλληλος ψυχικά για την κατανόηση τους.
Η μύηση ήταν, διά σειράς δο­κιμασιών, βαθμιαία από βα­θμού εις βαθμό, με προϋπόθεση, από του κατωτάτου, του εξαγνισμού και της καθάρσεως, μέχρι του ανωτάτου, στον όποιο ο μεμυημένος ελέγετο επόπτης, δηλαδή κατείχε την εξ εποπτείας Γνώση.
Η παλαιά θρησκεία θεωρούσε θεούς και ανθρώπους αδιακρίτως ως παράγοντες της παγ­κοσμίας θείας φύσεως, συνεξελισσομένους, τούς μεν θεούς ως νόμους αυτής, τούς δε αν­θρώπους ως δημιουργήματα αυτής, εξελισσόμενους δι’ αυ­τών σε θεία κατάσταση.
Αλλά «τί εστί Φύσις;» ρωτά ο Θαλής τω 600 π.κ.χ. και ποια η αρχή του σύμπαντος;
Απεφάνθη δε ότι η αρχή του παντός είναι το ύδωρ.
Ο Αναξί­μανδρος τω 570 π.κ.χ.. είπε ότι είναι το άπειρον.
Ο Ηράκλει­τος τω 500 π.κ.χ. το πυρ.
Ο Εμπεδοκλής τω 450 π.κ.χ. ο αήρ, η γη και το ύδωρ.
Ο Αναξαγόρας διακήρυξε ότι ο νους είναι η αρ­χική ουσία, από την οποία τα πάντα προέρχονται.
Τέλος, ο Λεύκιππος διετύπωσε την θεω­ρία των ατόμων.

Απ’ όλα αυτά  καταφαίνεται, ότι στα Μυστήρια είχε την κα­ταγωγή της όχι μόνον η αρ­χαία Ελληνική θρησκεία, άλ­λα και η αρχαία Ελληνική Φι­λοσοφία, ιδιαιτέρως δε η Πυ­θαγόρειος διδασκαλία.
Ο Πυθαγόρας της κοσμογονικής Μονάδος και Δυάδας δίδαξε όχι μόνον την αθανασία της ψυχής, αλλά και την προΰπαρξη αυτής και την διαδοχι­κή αυτής ενσάρκωση, πιστεύοντας ότι διά των οργανισμών εξ­ελίσσεται αυτή.
Το «Γνώθι Σ’ Αυτόν» στρέφει τον άνθρω­πο προς τον εσωτερικό του κόσμο, είναι καθαρά εσωτερική φιλοσοφία, αντίλαλος καλώς λειτουργούντων Μυστηρίων.
Ο Σωκράτης, παλαιά ψυχή ή μυημένος σε Μυστήρια, καθοδηγείτε από θεία έμπνευση και περιέσωσε το έργο του Πυθαγόρα, το ματαιωθέν από τον σχολαστικισμό, τον Εκκλησιαστικισμό και τον Στρατιωτικισμό.
Ο Πλάτωνας, όπως και ο Σω­κράτης, δίδασκε την έρευνα του ηθικοί σκοποί της Δημι­ουργίας και την συμμόρφωση της ανθρώπινης Λογικής προς αυτόν.
Πίστευε ότι ο άνθρω­πος είναι συμβολική εικόνα του θεού και είναι όργανο εξελίξεως του θεού, όταν άριστα εκτελεί την ηθική και θεία αποστολή του.
Ή δε αληθινή γνώση (Αλήθεια) είναι «έλλαμψις, φωτισμός θεόθεν».
Είναι γεγονός ότι, διδασκαλίες και δοξασίες όπως οι παραπάνω προ­έρχονται μυστηριακά κατ’ αρχάς από τον Ορφέα, συμβολικώς δε από τον Πυθαγόρα και επιστημονικώς (κατά την εσωτε­ρική επιστήμη) από τον Πλά­τωνα.
Μέγα δίδαγμα του Πλάτω­νος είναι ότι, για να αυξάνει της ψυχής μας η ομοιότητα με την θεότητα, πρέπει να ζούμε ενάρετα, ώστε η ψυχή μας να πορευθεί προς την ανάλογη γι’ αυτήν ευδαιμονία. Η αρετή είναι η υγεία, η τάξις και αρ­μονία της ψυχής. Επίσης μέγιστη σημασία απέδιδε ο Πλάτων στούς στοχασμούς μας, διότι γνώριζε ότι οι στο­χασμοί του ανθρώπου λαμβά­νουν υλική υπόσταση ανάλογα, καλή ή κακή.
Από την  θεωρία αυτή ο Αριστοτέλης διετύπωσε την διδασκαλία του περί ανελίξεως των πάντων διά των κοσμογονικών νόμων της φύσεως και της δυναμικής εκδηλώσεως και εξελίξεως αυτών, διατυπώνοντας την Ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι έν σμικρογραφία το Σύμ­παν.
Ότι έλεγε ο Πλάτων Ύ­λη, ο Αριστοτέλης έλεγε Δύναμη.
Ότι ο Πλάτων έλεγε Ιδέαν, ο Αριστοτέλης έλεγε Ενέργεια.
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την πραγματικότητα ως αποτέλεσμα Δυνάμεως και Ενέργειας και δίδασκε ότι η Φύση, ανελισσομένη, πορεύεται προς την επνευμάτωση και η θεία Δημιουργία, εξελισσόμενη, έχει ως αποτέλεσμα την θεία Πνευματικότητα.
Όταν ο Σωκράτης καθιέρω­σε την σπουδαιότητα της ηθι­κής ως πρακτικό σκοπό πάσης φιλοσοφίας, οι άνθρωποι έ­στρεψαν την προσοχή τους προς αυτήν, με αποτέλεσμα την Στωική διδασκαλία.
Επί 400 χρόνια το υπέροχο τούτο σύστημα, που διδάχθηκε από τον Ζήνωνα, τον Χρύσιππο, τον  Κλεάνθη, τον Επίκτητο και τους διαδόχους τους, παρήγαγε υπέρο­χους χαρακτήρες. Οι Στωικοί, με την απλότητα και ειλικρί­νεια του βίου, απέδειξαν ότι πράγματι ήταν ότι συμβούλευαν τούς άλλους, να είναι Άρχοντες της ψυχής τους.
Η στωική πίστη, όπως την διετύπωσε ο Επίκτητος, δέ­χεται ότι ο Θεός είναι ο Λό­γος, Δημιουργός των πάντων και πατήρ των ανθρώπων (πρόγονος).
Τρεις βαθμίδες ο­δηγούν τον άνθρωπο προς την τελειότητα:
Διαυγής Νους, Υ­γιής Πόθος και Αγαθή Δράσις.
Εάν θέλεις να μην είσαι δούλος, έλεγαν, φρόντιζε να μην έχεις κανέναν δούλο σου.
Διότι εάν ανέχεσαι να έχεις δούλους, είναι τεκμήριο ότι είσαι εσύ πρώτον δούλος, της δουλείας την οποίαν εξασκείς στους άλλους.
Ο Στωικός είναι απέριττος, κύριος εαυτού, δούλος ουδενός, κόλακας ουδενός, τύραννος ουδενός και ολιγαρκής.
Την Πλατωνική φιλοσοφία παλινόρθωσε τω 200 μ.κ.χ. ο Αμμώνιος Σακκάς στην Αλεξάν­δρεια. Ο Πλωτίνος, ο οποίος ονομάσθηκε το «ύστατο Φως της Ελ­λάδος», ήταν μαθητής του Αμμωνίου. Οι θεμελιώδεις αρχές του νεοπλατωνισμού, κατά τους παραπάνω, είναι: Ενότητα και Αγαθότης του Θεού. Σφαίρες υποστάσεως, εκπορευόμεναι εκ του θεού. Ο άνθρω­πος είναι μικροσκοπική αναπαράσταση του Σύμπαντος. Η ψυχή προϋπήρχε του σώματος, εξακολουθεί να υπάρχει, μετά τον θάνατο του και ενσαρκώνεται σε νέο σώμα, εξελισσόμενη διά των οργανισμών.
Η ψυχή είναι προορισμένη για την θέωση και ο νους φωτίζε­ται δι’ ελλάμψεως.
Η ψυχή δύναται να έλθει σε έκσταση, εσωτερικώς ενωμένη με τον θεό.
Οι διαβαθμίσεις της υποστάσεως είναι: Θεός - Νους- Ψυχή - Λόγος - Αίσθηση – Ζωτικότητα- Ύλη.
Ο Πλωτίνος δίνει την κάτω­θι εντολή σε κάθε άνθρω­πο, που επιθυμεί να βαδίσει σε μία πραγματική ψυχική εξέλιξη: Καθάρισον την ψυχήν σου από πάσης φρούδης ελπίδος και από παντός φόβου πε­ρί ανθρωπίνων πραγμάτων και τότε ο ενδότερος οφθαλμός σου θα αρχίσει να βλέπει την ευθεία οδό. Ενθυμού ότι η αγάπη είναι ο Σωτήρ σου και ο Φρουρός σου. Άνευ της Α­γάπης ο κεντρόφυξ νόμος θα εξεσφενδόνιζε τήν ψυχή σου εις τας παγερωτέρας της εξωτέρας ζώνης. Μη λησμόνει ότι υπεράνω της λογικής είναι η Διαίσθηση και ότι το Θείο Φως, δια της διαισθήσεως, έρ­χεται, πληρούν την καρδία αγαθοσύνης. θαύμαζε το κάλ­λος, την συμμετρία και την τάξη του υλικού κόσμου, για να αισθανθεί αγάπη  προς τον πνευματικόν κόσμο, του οποίου ο υλικός είναι απλή αναπαράσταση και ατελής εικόνα.
Ζήτησε την πληρεστέρα απεικόνιση του πνευματικού κόσμιου μέσω του υλικού, αρκεί δε να πράττεις αυτό για να φοβάσαι καθόλου περί της τύχης του ατόμου σου.
Από τα παραπάνω   δύναται κανείς να συμπεράνει ότι η αρχαία Ελληνική θρησκεία και φιλο­σοφία (έχουν κοινή την καταγωγή, έκ του άδυτου των Μυστηρίων. Για τον λόγο αυτό  πάντες οι συγγραφείς της αρχαιότητας μιλούν μετά σεβασμού περί αυτών.
Άκρως αντίθετος υπήρξε η Ιδέα περί των Μυστηρίων και ιδίως των Ελευσινίων, την ό­ποιαν σχημάτισαν οι πατέρες της Χριστιανικής θρησκείας.
Ιδίως δε της Λατινικής Εκ­κλησίας, λόγω των μικρών γνώσεων, τις όποιες είχαν σε σχέση προς τα Μυστήρια και λόγω της τερατώδους μεταμορφώσεως, την οποία υφίσταντο οι περιγραφές των, έως ότου φθάσουν μέχρι των «άγιων τους εδρών».
Αντίθετα από αυτούς, οι Έλληνες Χριστιανοί, Ελληνικώς μορφωθέντες, και κατά βάθος γνωρίσαντες το πνεύμα και την ηθική βάση της θρη­σκείας των προγόνων τους, δεν ήταν δυνατόν να υποπέσουν σε τόσον οικτρό σφάλμα, αλλά να καθίστανται ηθικότεροι και χριστιανοί πραγματικοί, εκ της μελέτης των ηθικών και συμβο­λικών διδασκαλιών της Αρ­χαίας πνευματικής μας κληρο­νομιάς.