Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα;


   Γνωρίζαμε κι εμείς τον πρόγονο μας τον Οδυσσέα να περιπλανιέ­ται σ’ όλες τις θάλασσες, γυρεύοντας την Ιθάκη, κι από εκεί ξε­κινώντας πάλι για την καινούρια Ιθάκη και την Πηνελόπη, γνωρίζαμε κι εμείς τον Οδυσσέα γεμάτο σκοτωμένους μνηστήρες.
Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα να κρεμιέται πάνω στο βράχο της αγριοσυκιάς και ν’ ακούει το βογκητό ολόκληρης της θάλασσας μέσα στα σπήλαια της Χάρυβδης και τη Σκύλλα τη λυσσασμένη να κα­ταπίνει αγαπημένους συντρόφους και τον Κύκλωπα να καταβρο­χθίζει κι άλλους φίλους για να μένει ο Κύκλωπας με την πετρω­μένη νύχτα πάνω στο μάτι του και να παραπονιέται στο κριάρι του, γιατί βγαίνει το στερνό στα λιβάδια του ήλιου, ενώ αυτό συνήθιζε μπροστά να βγαίνει, οδηγός της αγέλης.
Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα στην αγκαλιά της Κίρκης και στην παρθενική καρδιά της Ναυσικάς.
Γνωρίζαμε την Καλυψώ πού τον αγα­πούσε κι εκείνο τον κεραυνόπληκτο τον Οδυσσέα της σχεδίας να φωνάζει το πικρό του παράπονο στον Αίολο και τον Ποσειδώνα και τον Δία, γιατί δεν τον άφησαν καλύτερα να σκοτωθεί εκεί στη μακρινή του Τροία.
Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα γεμάτο Κίκονες και Λαιστρυγόνες, ν’ α­κούει χωρίς κερί και δεσμά σχοινιών στα χέρια και στα πόδια το γλυκό, το αιθέριο άσμα των Σειρήνων του.
Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα τον άφοβο κι όχι άνθρωπο σαν τους σημερινούς ανθρώπους τους κατασκευασμένους σαν από καουτσούκ, να τεντώνονται και να στενεύονται μέσα στην εγκληματική τους την καθημερινή παρα­φροσύνη.
Γνωρίζαμε τέλος τον Οδυσσέα μας γεμάτο από τη Νέ­μεση, πλήρη από τον Ποσειδώνα του και τη θεά του την Αθηνά την προστάτρια, να τον φορτώνει πάντοτε με το ελαφρό φορτίο κάθε είδους Φαιάκων.
Κ.Φ. 2016



Σάββατο 14 Ιουλίου 2018

Η ζωή είναι γιο­μάτη στροφές και ανατροπές.


…..Πάνε νύχτες όχι πολλές, μια αλλόκοτη ονειροφανταξιά γιόμισε ίδρωτα το κορμί μου.
Πλημμύρισε σκέψεις το μυαλό μου και ερμηνεία γύρευε να βρω στης αλήθει­ας και του ήλιου το φως, νικήτρια του σκότους και των ψε­μάτων.
«Μάζευα, λιόλουστο πρωινό μόνος, σε ένα χέρσο χωράφι, βώλους, απ' αυτούς που, στα παιδικά μας χρόνια, με τα συ­νομήλικα γειτονοπούλα, αμέριμνα παίξαμε.
 Μα, κάθε τρεις και λίγο, με κοντοζύγωναν σκιές συγγενών, γνωστών και φί­λων, και ζωντανών και όσων έχουν φύγει από χρόνους.
Δε φοβόμουν, μα απορούσα.
Τι να θέλουνε από μένα;
 Μι­λούσανε, ακούγανε, οσφραίνονταν, μ' ακούμπαγαν, αλλά εγώ τους άκουγα χωρίς να τους βλέπω και να μπορούσα να τους χαϊδέψω.
Και ξάφνου, εμφανίζεται, απροειδοποίητα και εκεί, η Αριάδνη, του δικαστή και πρωταφέντη, του Μίνωα, η πρώ­τη θυγατέρα!
Τρεις χρόνους και τρεις μήνες «είχα να την ιδώ, να την ανταμώσω», με το κόκκινο σαν αίμα κουβάρι της.
Ήταν έτοιμη να μου το δώσει.
Ήμουνα πανέτοιμος να το βά­λω στις χούφτες μου, για να βγω από εκείνον τον περίεργο λαβύρινθο που μ’ έβαλε ο έρωτας.
Γυρίζοντας, όμως, το βλέμμα μου στα γαλανά μάτια και τα ξανθά της μαλλιά, τη βλέπω να κανακεύει ένα γελαστό μωρό (: «λάφυρο ή ενθύμιο» από το Θησέα και απ’ τα όνειρα μιας «μεγάλης ζωής», που έμειναν λειψά ) και, μόλο που μου χα­μογελούσε, άρχισε ν' απομακρύνεται.
Έτρεξα μεμιάς ξωπίσω της, την έφτασα.
Φιληθήκαμε στα μάγουλα, την κου­βέντα αρχίσαμε, εγώ για τα τωρινά μου, εκείνη για τα περα­σμένα της.
Κι όταν ήλθε πιο κοντά και στην παλάμη μου το κουβάρι της ήταν έτοιμη ν' αποθέσει, ο ουρανός γιόμισε η­λιαχτίδες κόκκινες και καυτές, μα...»
Πριν προλάβω  το νήμα να πάρω, χάθηκε και η Αριάδνη και αυτό μαζί  του!
Και ξέρεις  τι βλέπω , μόλις τα μάτια μου ά­νοιξα, ξυπνώντας και χωρίς παρωπίδες, τι ακούω χωρίς ωτοασπίδες, τι νιώθω να κυλά στο αίμα μου;
Η ζωή είναι γιο­μάτη στροφές και ανατροπές.
Στις στροφές θέλει  προσοχή, για να μη ζαλιστείς από την απότομη άνοδο ή  προσγείωση . 
Στις ανατροπές, για να μείνεις όρθιος κι αξιοπρεπής εμπρός στον καθρέφτη σου, να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου ακό­μα και αν άμυαλοι περιφρονητάδες της καρδούλας σου ως «γραφικό» δεν σου δώσουν ούτε ένα ψιχίο αγάπης μα σαν «απόβλητο» σε απορρίψουν και σε περιθωριοποιήσουν.
Έχοντας όμοια με της Αριάδνης τη φωνή και την όψη, μια νεράιδα, πριν χρόνια, με συμβούλεψε να μη σωριάζω ποτέ πί­κρα στα σωθικά μου και μου είπε, θυμάμαι ακόμα και τώρα, το άδολο παιδικό παραμύθι της γιαγιάς, ότι όλοι οι άνθρω­ποι κάπου, κάπως, κάποτε θα βγούμε, παρά τις «Συμπληγάδες», από το λαβύρινθο, θα ξανανταμώσουμε στο ηλιόφως και θα ξαναδούμε όσους, αλαζόνες, τώρα τη γήινη εικόνα, μας αρνήθηκαν και μας λαβώνουν, θα ξανασμίξουν οι δρό­μοι μας με τους δικούς τους, ίσως όπως των ληστών, που ανάμεσα τους, μετά από μια φουσκοθαλασσισμένη ζήση τους,  βρήκανε τον Διόνυσο, για να τους συχωρέσει και την αληθινή αγάπη να τούς διδάξει, ως μόνη της ψυχής διέξοδο και λύ­τρωση από τα σωματικά ελαττώματα και τις μισάνθρωπες τους , ανόητες, αλλά ανθρώπινες, σκέψεις.
Και ίσως τότε τον έρωτα και το χαμόγελο, που οι ονειροφανταξιές, μας υπόσχονται και κάποιοι φαντασμένοι, θύματα κι οι ίδιοι - δίχως να το ξέρουνε - μιας ασύνετης κομπορρημοσύνης, μας στερήσανε, θα χαρούμε και θα μοιραστούμε…….
Π.Α.