Translate

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΟΡΦΙΚΗ ΜΥΗΣΗ ΣΤΟΝ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ




ΟΥΔΕΜΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΥΠΕΡΤΕΡΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Ιερός ποιητής, ασκητής, μύστης, μυσταγωγός, Ιερο­φάντης...
Τέτοιες λαμπάδες άναψε στο πνεύμα του Άγγελου Σικελιανού η κριτική. Ο ποι­ητικός μας πατριάρχης, ο Παλαμάς, τον ανεγνώρισε ως ’Απολλώνιο λυράρη, «πού αδελφώνει τα’ αρχαία με τα νέα».
Κι αυτός ο τελευταίος χαρακτηρισμός είναι η πεμπτουσία του ποιητικού έργου του Σικελιανού.
Ο ίδιος ο Παλαμάς, «βλαστός πού φύ­τρωσε στο Ελλαδικό χώμα», αισθάνεται μια διαμάχη ανάμεσα στην Ελληνική αρχαία κληρονομιά και τον χριστι­ανισμό, με όλο το «αχολόγημα της χριστιανής καμπά­νας», δεν ξεχνά πώς η γη αυτή έχει θεό τον Απόλλωνα αλλά και μ’ όλο πού φαντάζεται τον Εσταυρωμένο σαν έναν Άδωνη, δεν παύει να διερωτάται, αν ο φανερω­μός της αλήθειας θα βρεθεί στον Όλυμπο ή τον Γολγο­θά. Ο Σικελιανός, όμως,  πέτυχε την πλήρη ενότητα, ξεσκεπάζοντας, με του στί­χου το ρυθμό, κρυμμένες άλ­λοτε αλήθειες στα άδυτα των λαϊκών θρησκειών και στις απόκρυφες κόγχες του μυστηριακού εσωτερισμού. Και ό­ταν ξεκινούσε για την Πράξη, με τις Δελφικές Εορτές, για «να ξυπνήσουμε τη μεγάλη απρόσωπη μνήμη της γης και να διατηρήσουμε την ιεραρ­χία και τάξη κάποιων αιωνί­ων αξιών», και όταν προχωρούσε με τον Λόγο, στο ποιητικό του έργο, ένα είχε τά­ξει σκοπό: Να ρίξει γέφυρα  πάνω από τους ελληνικούς αιώνες και να κοινωνήσει τούς ανθρώπους —τούς άξι­ους— με την αρχαία, την αιώνια, τη μοναδική αλήθεια, που αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου μορφές, αλλά δι­ατηρεί τον ουσιαστικό της πυρήνα, ίδιο, ακέραιο.
Για τον Σικελιανό, δεν υπήρχε δίλημμα ανάμεσα στον Ό­λυμπο και τον Γολγοθά, για­τί η νέα θρησκεία, απλώς, χάρισε στους ανθρώπους, τους πολλούς, την αρχαία απόκρυφη αλήθεια, πού ήταν για τους λίγους μύστες φυ­λαγμένη.
Φθέγξομαι οίς θέμις εστί, θύρας δ’ επίθεσθε βεβήλοις...  
είς θεός εν πάντεσσι,  τί σοι δίχα ταυτ’ αγορεύω...
Εις έστ’ αυτογενής, ενός έκγονα  πάντα τέτυ κται.
Είς εστ’ αυτοτελής, αυτού δε υπό πάντα τελείται.
(Ορφικά αποσπάσματα)

Γι’ αυτό ο Σικελιανός δια­τηρεί την ενότητα και την συνέχεια από τα βάθη των Ελληνικών αιώνων, 1300 χρό­νια προ Χρίστου μέχρι την εποχή μας. Γι’ αυτόν είναι αθάνατοι οι θεοί της αρχαιότητας, αφού τη μυστική τους αλήθεια την διαιωνίζουν άλ­λες μορφές, είναι ο «άρρη­τος παλμός της αιωνιότητας».
Και στην κηδεία του Παλαμά, οραματίζεται να δέχονται την ψυχή του όχι μόνον ο Σολωμός και ο Αισχύλος, αλλά και ο Ηράκλειτος, ακόμη πιο ψηλά ο Ορφέας και ο ίδιος ο Ίακχος.
Πιστεύει πώς ήρθε «ο Ιε­ρός Καιρός» για τη μεγάλη σύνδεσή για τη μεγάλη αποκάλυψη πώς η Άμπελος του Διονύσου και του Ιησού είναι μία, ο ίδιος συμβο­λισμός, το ίδιο φωτεινό ά­στρο, από τα αρχαία μυστή­ρια λαμπερό τώρα σε όλους τούς ανθρώπους.
Και δε διστάζει, στους δύο μεγαλύτερους σταθμούς της χριστιανικής λατρείας, Γέννηση και Σταύρωση να συμπλέκει ν’ αδελφώνει «τ’ αρχαία με τα νέα».
«Τάχα παιδί γεννιέται απόψε, πάλι, νέο ο απ’  αιώνων Θεός ; »
Αλλ’ ώ Μητέρα— νύχτα, μάταια στυλώνω την ακοή μου
πίσω απ’ το κλάμα αυτό, μήπως αδράξω
στ’ αυτί μου βάδισμα σκυλιών
μακρά σε στάνη της Βηθλεέμ,..
          «Παιδί γεννιέται απόψε, αλήθεια, νέο,
ο απ’ αιώνων Θεός...
Γλυκό μου βρέφος, Διόνυσέ μου και Χριστέ μου...»
(Λυρικά Β'. Διόνυσος επί λίκνω)

Ω Πάσχα,
πανσεβάσμιο Πάσχα !
Ω Ίακχε !
Απόλλωνα !
Ιησού !
         Πως βρέφος άπλωσες το χέρι στο σταφύλι !
Πώς αρμόνισες τη λύρα, αντρίτις, στή χαρά !
(Πρόλογος στη Ζωή : Διόνυσος- Ιησούς)

        Ο συνδυασμός της αρχαίας και της νέας λατρείας αρχίζει από τα παιδικά χρόνια του ποιητή. Σε ηλικία 19 χρονών υπογράφει ένα
ποίημά του με το ψευδώνυμο «Δημήτριος Διόνυσος», γιός του Διονύσου και της Δήμητρας. Για τα παιδικά του χρόνια, στην πατρίδα του Λευκάδα, έχει γράψει τον «Ύμνο του μεγάλου νόστου», όπου αποκαλύπτει ότι οι αφέγγαρες νυχτιές, όταν πρωτοδιάβαινε στ’ αμπέλια, σιωπηλός και βυθίζοντας τη σκέψη του στον έναστρο ουρανό,
του χάρισαν τον «κρυφό αρραβώνα της μοίρας του», του σφράγισαν όλη την μετέπειτα πνευματική του πορεία.

Νυχτιές αφέγγαρες, θερμό πού με γεμίσατε αίμα,
και πλούσιο, μαντικό
το πνέμα μου στεριώσατε — αλύγιστο ένα ρέμα
βαθύ, πολεμικό
και στην ψυχή μου θρέψατε τούς στοχασμούς
ως θρέψει σε θεία κληματαριά
η αδρή απονύχτερη δροσιά τσαμπιά τρανά σε βρέφη,
πανώρια και βαριά !

Σ’ αυτό το ποίημά του, ο Σικελιανός προσωποποιεί τον ουρανό, με τις μυθολογικές ονομασίες των διάφορων αστερισμών, νοιώθει να τον
παρακολουθεί «μια γενιά θεών», πίνει «το κρασί το μυστικό και μαύρο», δηλαδή μυείται στα μυστήρια του κόσμου, σύμφωνα με τα τυπικά του Ορφισμού (νύχτα, υπό τούς ήχους της λύρας στον μυστικό Διθύραμβο) και αποκτά την γνώσι για την εξέλιξη της ζωής διά μέσου των μορφών, είναι πια λυτρωμέ­νος :

Γιατί το ξέρω πιο βαθιά κι απ’ το πηχτόν αστρόφως,
κρυμμένος σαν αετός,
με περιμένει, εκεί πού πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
ο πρώτος μου εαυτός.

Σκηνές μυήσεως, σύμφω­να πλέον με τα διασωθέντα τυπικά, περιγράφει στον «Πρόλογο στη Ζωή» και στον «Δελφικό Λόγο».
Και αφηγείται ότι αξιώθηκε, ύστερα από νύχτες εξαγνισμού και μυστηριακού «οργίου», να «φάγει από το τύμπανο και να πιει από το κύμβαλο» και να δοκιμάσει τον κυκεώνα, το υδρόμελι πού έπιναν οι μυούμενοι, την δεκάτη ημέρα, σαν σύμβολο της γλυκύτατος πού έμελλε να διαδεχτεί την ταραχή των δοκιμασιών.
Ιερή Ελευσίνα
ήπια στερνός το αδρό πιοτό σου,
και η ζωή πλημμύρησε βαθιά μου
σ’ άκρη απαντοχή.

Ύστερ’ απ’ τη μύηση του, εισάγει και την Θεογονία και τον συμβολισμό των Ορφικών στην ποίηση του γιατί ίσαμ’ εκεί, την πηγή των ελληνικών μύθων, η μύηση του έφθασε.
Στο «Αντίδωρο», απάνθισμα του έργου του, εισάγει και τα σχήματα τα συμβολικά:       
Μια σφραγίδα, όπου συνδυάζονται τα ονόματα του Διονύσου και του Χρίστου, και έναν σφραγιδόλιθο, όπου παριστάνεται ο Ορφεύς Εσταυρωμένος.

Το δεύτερο αυτό σύμβολο είναι σημαντικό. Το πρωτό­τυπό του βρίσκεται στο αρχαιολογικό Μουσείο του Βε­ρολίνου και οι σπουδαστές δεν συμφώνησαν αν είναι έργο παλιού Γνωστικού (όπως δέχεται ο Σικελιανός) ή έργο Πρωτοχριστιανού. Είναι γνωστό πώς τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού οι νεοπλατωνικοί προέβαλλαν το απόκρυφο περιεχόμε­νο του Ορφισμού, πού εί­χε διαποτίσει και τα άλλα αρχαία ελληνικά Μυστήρια —τα κηρύγματα για τον Ένα θεό, για το προπατορικό αμάρτημα, την διφυή σύσταση του ανθρώπου, την προσδοκία μελλούσης ζωής και ακόμη, την διδασκαλία της αγνότητας για να υποστηρίξουν πώς δεν υστερούσαν οι μεμυημένοι της αρχαιότητας από τούς νεοφώτιστους, στο βάθος των δοξασιών.
Αλλά και οι χριστιανοί, στην εποχή των ρωμαϊκών κατα­τρεγμών, έπαιρναν συχνά τις Ορφικές παραστάσεις για να κρύψουν τη νέα Πίστη, χωρίς να αισθάνονται ότι πέφτουν σε βεβήλωση, αφού τόση ομοιότητα είχαν τα δύο δόγματα. Έτσι χρησιμοποι­ήθηκε η Άμπελος του Ορφέα (με την μυστική προσθή­κη των πρώτων χριστιανών, ότι η νέα θρησκεία είναι « η αληθινή άμπελος»), η λύρα του Ορφέα σαν σύμβολο ειρήνης και αρμονίας, μα και ο ίδιος ο Ορφέας, πού τον λάτρευαν στην Πέργα­μο ως «βουκόλο», ζωγραφί­στηκε στις ρωμαϊκές κατακόμ­βες, με την κρυφή έννοια του καλού ποιμένος» της νέας
θρησκείας.

«Ήσαν χρήσιμες - καθώς γράφει ο καθηγητής Γκάθρι, του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ - αυτές οι προφυλά­ξεις εκείνο τον καιρό, να χρησιμοποιούν συμβολισμό πού δεν θα ξένιζε τον ειδωλολατρικό κόσμο, αλλά και πού η έννοιά του δεν θα ξέφευγε από εκείνους, όπου απευθυνόταν αληθινά».
Σ’ αυτόν τον αινιγματικό, εν πάση περιπτώσει, σφραγι­δόλιθο (πού είναι πάρα πολύ πιθανό να χρησιμοποιήθηκε από χριστιανούς, για­τί ο Κλήμης Αλεξανδρεύς αναφέρει ότι υπήρχε τέτοια συνήθεια και ο ίδιος συνιστούσε ορισμένα σύμβολα, ανάμεσα τους και την Ορφι­κή λύρα), αναγόμενο στον 3ο ή 4ο αιώνα της εποχής μας, εικονίζεται ένας άνθρω­πος σταυρωμένος κάτω από τον ουράνιο θόλο, πού τον
αντιπροσωπεύουν η ημισέληνος και επτά άστρα. Ο σφρα­γιδόλιθος είναι καμωμένος από αιματίτη και συμβολί­ζει ότι ο Ορφέας, μετά τον διαμελισμό του ή την ανεξακρίβωτη ιστορικά σταύρωση του, ξαναβρίσκεται ολόκλη­ρος, ανασταίνεται, για τα μάτια των μεμυημένων. Και ο Σικελιανός ψάλλει:
Ω μυστικά κατορθωμένο σώμα - σώμα
της θυσίας, αντίδωρο άμετρων ψυχών,
Εσταυρωμένε Βάκχε,
ώ τσακισμένη από το βάρος των τσαμπιών
αθάνατη κληματαριά!
Αρχανδρική μου ξανασάρκωση στον ίσκιο!
Αρχανδρική μου ξανασάρκωση στον ήλιο!
Ελληνική μου ξανασάρκωση στην πλάση!...
Θα σε φτάσω! Θα σε φτάσω!
(Πρόλογος ατή Ζωή: Το κατορθωμένο σώμα)
Ο ποιητής λέει ότι αυτή η στροφή «συμβολίζει πώς το σώμα της Ποίησης, όσο κι’ αν μεριάζεται, δεν κομματιάζεται ουσιαστικά, αλλά υπάρχει πάντα ολόκληρο μέσα σε κάθε της κομμάτι».
Αλλά είναι φανερό πώς ο συμβολισμός είναι πολύ ευρύτερος και φθάνει μέχρι την «ωμοφαγία» των ’Ορφικών. Αυτή τη γνώμη, τη στηρίζει, ολόκληρο το έργο του Σικελιανού, όπου μπορεί να παρακολουθήσει κανείς, βήμα με βήμα, την Ορφική του μύηση.
Υπάρχει, πρώτα-πρώτα, η Νύχτα, πού απλώνει το μυστηριακό σκοτάδι της. Όλες οι μυήσεις, νύχτα τελούνται, σαν να συμβολίζουν ότι ο βέβηλος οφείλει να ξεκινήσει από το σκοτάδι για να ανεβεί προς το φώς.

Μ’ εμύησεν ο Όρφέας
στη Νύχτα αυτήν από καιρούς, Βασίλισσά μου,
όταν η Αργώ, πού’ χα μονάχος μου σταφνίσει,
γεμάτη μ’ ήρωες, όλο κ’ έσκιζε το κύμα,
κι όλα ως να τ’ άφηνε από πίσω από την πρύμνα...
Στην πλώρα ανέβηκεν Αυτός και, με την όψη
σκωμένη στ’ άστρα, μοναχός του αρχίνησε έτσι :
«Ένα λυχνάρι στα σκοτάδια μας είν’ ο ήλιος,
και μια συμπόνια στην έρμια μας, το φεγγάρι...
Μα η μαύρη νύχτα στέλνει πλούσιο το έλεός της...
Τι  πότε βγάνει την ψυχή από το κορμί μας
στον ύπνο μέσα, σα σπαθί από το θηκάρι,
πότε σ’ αγρύπνιες  μυστικές μάς κράζει απάνω,
να μετρηθούμε με την άβυσσο...
Σύντροφοι, πριν βγει το φώς
και μες στα δίχτυα του μάς κλείσει
αχ, κι ας προλάβουμε να ιδούμε στα σκοτάδια,
σ’ ένα βλεφάρου ανοιγοσφάλισμα...
Τί, αλί μας, μάτια δεν είν’ ακόμα αυτά, μόν’ είναι τρύπες
μες στα κρανία μας, και πιο πάνω απ’ όλα τ’ άστρα
έχει ο ’Απόλλωνας τις ρίζες του βυθίσει !...
Μόν’ τάξετε όλη σας τη δύναμη στα σκότη,
τί ο ήλιος φτάνει και ψαρεύει την ψυχή Σας
σε δίχτυα ολόχρυσα, και βγαίνει το φεγγάρι
και σπαταλάτε μέσα σ’ όνειρα το νου Σας.
Μα Εσάς ο νους Σας έχει ρίζες στον Αιθέρα,
και τα χρυσά του ήλιου να σπάσει δίχτυα πρέπει,
κι’ απάνω απ’ τα όνειρα να πιάσει την πηγή του ! »
(Ο Δαίδαλος στην Κρήτη)

Κατά τούς ’Ορφικούς, η Νύχτα θυγατέρα του Ερώτα και μητέρα του Ουρανού, της Γής και των Άστρων, έχει δύναμη ευεργετική και   μεταβιβάζει των θεών τις σκέψεις στους θνητούς. Γι’ αυτό και ο Σικελιανός τον αποκαλεί «Άγια Νύχτα» και την θεωρεί «πρώτο σκαλί» για την πνευματική άνοδο.
Υπάρχουν, υστέρα, τα τρία Ορφικά Σύμβολα : Το Άγιο Κλήμα, το Ιερό Στάχυ και το Μυστικό Ρόδο.
Ο Σικελιανός τα ερμηνεύει ένα-ένα. Το κλήμα συμβολίζει τον άνθρωπο σαν σάρ­κα και πνεύμα. Όπως το κλήμα «βυζαίνει τα σκοτάδια της Γής και πίνει απ’ τα ου­ράνια δρόσο» και συνται­ριάζει στις φλέβες του, το σκότος με το Φώς, έτσι και ο άνθρωπος, στη διφυή του σύσταση, έχει τη δύναμη να αποβλέψει στην «Άγια Μέθη», την πνευματική λύτρωση. Το στάχυ δεν είναι παρά το σύμβολο της αναγεννήσεως της ζωής, πού το χρησιμοποίησε και ο ’Ιησούς.
Όσο για το Ρόδο των Ορφικών, πού υπενθυμίζει τα Μυστή­ρια της Ίσιδος, ο ποιητής, στην τραγωδία « Ο Διθύραμ­βος του Ρόδου», το επιφυλάσσει για εκείνους τούς ανθρώπους, πού θα φθάσουν στην ψηλότερη μύηση, πού είναι η ειρήνη και η αγάπη προς όλα τα όντα.
Ο Σικελιανός δεν θέλει τούς ανθρώπους να καθυλωθούν στης Γής τη λάσπη, άλλ’ ούτε να ξεχάσουνε την τωρινή τους πατρίδα.
Τα­πεινοί, ελεύθεροι από φιλο­δοξία, φθασμένοι στη σύνθεση του κόσμου, να ζούνε μέ­σα στον κόσμο, παραγωγι­κοί, ειρηνοποιοί.
Καθώς έλεγε ο Ορφέας :
«Φυλαχτείτε  από του πλούσιου το τραπέζι
 τί άλλο πλατύ τραπέζι από της Γής δεν είναι.
Και μη χωρίστε από τη Γή, θαρρώντας
ψηλότερα από τούτη να καθίστε
σε θρόνο δόξας ψεύτικης,
το θρόνο της Γής σαν έχετε όλο.
Αλλ’ ό,τι βγαίνει από τη Γή, στυλώστε το,
είτ’ αμπέλι, είτε δεντρί, κι’ αν γέρνει,
δώσετέ του και το ίδιο Σας ραβδί
να το στεριώσει, το ίδιο Σας δόρυ...
Έτσι πού, μια μέρα,
ο Όρθιος Σκοπός να λάμψει απ’ άκρη σ’ άκρη
της Γής, και απέραντου  βασίλειου σκήπτρο,
το Ρόδο να ’χει κάθε λαός στο χέρι!»

Για τον «Όρθιο Σκοπό», ο Σικελιανός καλεί σε διαρ­κή αγώνα.
 «Όλο ν’ αθλείς!», διατάζει και ο Ορφέας.
Και ακόμα υπάρχει στην ποίηση του Σικελιανού η Ορ­φική, η κρυφιόμυστη Σιγή. Είναι η «αιώνια Σιγή», η «ο­λάνθιστη Σιωπή», η «Ηλύσια σιωπή», τραγουδημένη σε ό­λους τούς τόνους, η σιωπή «πού φανερώνει όλη τη δύναμη του νου και ξεσκεπάζει τα απόκρυφα μυστήρια της καρδιάς».
Πέραν όμως από τα εξωτερικά γνωρίσματα του Ορ­φισμού, πού όλα απαντώνται στην ποίηση του Σικελιανού, υπάρχει, μεταπλασμένη
σε στίχους, όλη η φιλοσοφία του «πατρός των μυσταγω­γών».
Αν και στη «θεογονία» του διαλαλεί πώς μένει «ελεύθερος Βωμός», από όλα τα «άγια βρέφη» της μυθολο­γίας, ο Σικελιανός είναι ένας Ορφικός. Όχι μονάχα στην ποίηση του, μα και στην κα­θημερινή του ζωή, του άρεσε να επαναλαμβάνει το «Ορφαϊκόν ομοούσιον», την ενότητα των πάντων. Στον «Δαί­δαλο στην Κρήτη» κηρύττει πώς η γη κι ο ουρανός είν’ έ­να πράμα, και η γη μπορεί να σμίξει με τ’ αστέρια καθώς βαθύ σμίγει χωράφι με χωράφι. Και στον «Διθύραμ­βο του Ρόδου» δεν δίνει ση­μασία ποιος από όλους τούς μαθητές του Ορφέα θα μιλήσει, γιατί όλοι είναι μια ψυχή, όλοι είναι ένα. Παρα­δέχεται ακόμη ο Σικελιανός τον «μεγάλο Νόμο της ’Ανα­λογίας», πού επαναλαμβάνει στο πέρασμα των πολιτι­σμών τις ίδιες αιώνιες αρχές και θυμίζει όχι μονάχα τον Ορφέα, αλλά και Ερμή τον Τρισμέγιστο.
Ακολουθώντας το «Ορφαϊκόν ομοούσιον», ενδύει με τον λαμπρό του στίχου του χιτώνα την πίστη των Ορφικών, πώς το σώμα του ανθρώπου είναι φυλακή του αληθινού εαυτού του, του πνευματικού, εκείνου πού έλ­κει από τον Ουρανό την κα­ταγωγή του και πώς έχει επάνω στην γη προορισμό να εκπαιδευτεί και να ξαναγυρίσει νοσταλγός στη φωτεινή πηγή του, στο άφραστο Εν.
Να πώς μιλάει ο ποιητής για το δράμα της εξορίας της ανθρώπινης ψυχής πάνω στη γη :
Του μυρμηγκιού ποτέ δε σκέφθηκες τη μοίρα;
Πρωτογεννιέται με φτερά, μα ξάφνου πάλι
τα χάνει ετούτα τα φτερά και μες στο χώμα
κουφοδουλεύει, κι ουρανός το χώμα του είναι.
(Δαίδαλος στη Κρήτη)

«Απ’ την αρχήν ως με το τέλος ποιος μαντεύει
πώς το σκουλήκι ξαφνικά φτερά θα βγάλει;
Ετσ’ η ψυχή του κάθε ανθρώπου κρύβει ακέριο
μέσα της Θεό, να λυτρωθεί πλατιά πού πρέπει...
(Διθύραμβος του Ρόδου)

        Στο «Κατορθωμένο σώμα» μιλάει για τον «παλιγγενετικό καημό», για την προσω­ρινή ανάπαυση πού παίρνει η ζωή στον χαμό των μορ­φών, ως να ξαναγυρίσει πάλι για τη νέα άθληση. Στη «Δεκάτη Μούσα» μιλάει για τον «μαγνήτη των ουράνιων» πού τραβά τις ψυχές και στη «Διοτίμα» για τον «μυστικό πένταθλο» πού έχει να διεκδικήσει η ψυχή, με την κυριαρ­χία της πάνω στις αισθήσεις. Στον «Χριστό στη Ρώμη» πια, φθάνει στο «άρρητον» του  Ορφισμού, την ένωση του μύστου με το θείον.

Μεθύστε πια από μένανε κι αφήστε το σταυρό μου.
Τι εγώ είμαι απάνω απ’ το σταυρό κι απάνω απ’ τα καρφιά μου.
Σα μέγα κλήμα τα τσαμπιά πόχει βαρειά κρεμάσει
και το κρασί της πιο τρανής θα σάς ποτίσει Μέθης.
Με μένα αν ενωθήκατε, κι όλον τον κόσμο ενώστε...

"Όσο για το δρόμο προς την υπερούσια λύτρωση, ο ποιητής, όπως στο «Διθύραμ­βο του Ρόδου», έτσι και στο βασικό φιλοσοφικό του έργο για τις «Πέντε συνειδήσεις», δε βρίσκει άλλον από την Καλωσύνη , πού την ονοματίζει Δεκάτη Μούσα και την υμνεί με ένθεο πάθος.
Δεν κάτεχα τ’ όνομά σου,
ώ Μούσα
ξέχωρη στις Μούσες,
άγιος πύργος,
μοναχή!
Κι’ ώ θάμα,
άμοιαστο θάμα,
ως το πρωτάκουσα βαθιά!
Γιατί δεν ήταν
μιά πού σ' έκραζε και σ’ ονομάτιζε φωνή!
Μα ώ, Καλωσύνη !
τ' όνομά σου
έξυπνα από παντού,
σαν όταν ατά νησιά τού Αιγαίου,
άπ’ τα μελτέμια πού φυσάνε ακράτητα,
οι καμπάνες, με τον άνεμο, χτυπάνε μοναχές!..

         Και στο τελευταίο από τα αφιερωμένα της «Αφροδίτης Ουρανίας» τραγούδια του, συνοψίζει τις ηθικές αρχές, πού ακολουθώντας ο άνθρωπος αδελφώνεται με τον θά­νατο κ’ είναι γαλήνια έτοι­μος για το θείο ταξίδι.
Είναι η βαθιά πίστη στη γη, όχι η φυγή από τον κόσμο, είναι η νοσταλγία, παράλληλα, και όχι η αφέλεια πώς εδώ είναι η αρχή και το τέλος της ζωής, είναι η σοφή διάκριση ανάμεσα στα εφήμερα και τα άφθαρτα είναι η προθυμία για υπηρεσία είναι, τέλος, η απέραντη αισιοδοξία, αφού «αν είναι η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φώς, μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει»...
Αρματωμένος με τέτοια πανοπλία, μια ημέρα ο ποιη­τής ξεκίνησε από την Αθήνα για την ’Ελευσίνα, περνώντας από την Ιερά Οδό, το με­γάλο «δρόμο της Ψυχής». Τον προσπερνούσαν βοϊδάμαξες γεμάτες θημωνιές ή ξύλα και ανθρώπινοι ίσκιοι Μα σα να χάθηκε όλος ο κόσμος κι απόμεινε μονάχα η φύσις, θρονιάστηκε σε μία πέτρα, στην άκρη του δρόμου ριζω­μένη και σαν μέσα σε φαντα­σία πέρα από τα χρόνια, βλέπει τρεις ίσκιους: έναν Ατσίγγανο με δύο αλυσωμέ­νες αρκούδες. Και πιο πολύ πρόσεχε την μεγάλη αρκούδα και την είδε σαν σύμβολο μαρτυρικό όλου του κόσμου, τωρινού και περασμένου, σύμ­βολο όλου τού πανάρχαιου πόνου, του κόσμου πού δεν πλήρωσε ακόμα το φόρο της ψυχής και βρίσκεται στον Ά­δη. Σκλάβος κι αυτός του κό­σμου, έριξε τη δραχμή του στο ντέφι...

Μα ως, τέλος, ο Ατσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας ξανά τις δύο αργοβάδιστες αρκούδες, και χάθηκε στο μούχρωμα, η καρδιά μου με σήκωσε να ξαναπάρω πάλι το δρόμο οπού τέλειωνε στα ερείπια του Ιερού της Ψυχής, στην Ελευσίνα, κι’ ή καρδιά μου, ως βάδιζα, βογκούσε :
«Θά ρτει τάχα ποτέ, θέ νά ρτει η ώρα πού η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου, κ’ η ψυχή μου, πού Μυημένη την κράζω, θα γιορτάσουν μαζί;»
Κι’ ως προχωρούσα, κ’ εβράδιαζε, ξανάνιωσα άπ’ την ίδια πληγή, πού η μοίρα μ’ άνοιξε, το σκότος να μπαίνει ορμητικά μες στην καρδιά μου, καθώς από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει το κύμα σε καράβι πού ολοένα βουλιάζει...
Κι’ όμως τέτοια ως να διψούσε πλημμύρα η καρδιά μου, σα βυθιστεί ως να πνίγηκε ακέρια στα σκοτάδια, σά βυθίστηκε ακέρια στα σκοτάδια, ένα μούρμουρο απλώθη απάνωθέ μου, ένα μούρμουρο,
κι’ έμοιαζ’ έλεε : «Θά ρτει...»


        Έτσι, ο ποιητής ανανεώνει την πίστη των Ορφικών, πώς ένας υπέρτατος νόμος «άγει τας ψυχάς εις το σώμα και πά­λιν από του σώματος ανάγει, και τούτο κύκλο πολλάκις», δίνοντάς τους ίσες δυνατότη­τες να τρέξουν στην εξέλιξη τους, αλλά ποτίζοντάς τες κάθε φορά με το νερό της Λήθης, για να μην ευκολύνονται, ούτε και να δυσκο­λεύονται από το παλιό  φορ­τίο στην πορεία τους. Ανα­νεώνει την πίστη πώς η ζωή είναι μονάχα μία, πού πρέ­πει ν’ αδελφώνει όλα τα όντα, αφού όλοι δικαιούνται, σαν θα περνούνε στον κύκλο των ταξιδιών τους να κρα­τούν στο χέρι την τυπική Ορ­φική ταυτότητα :
«Είμαι παιδί της Γής και του έ­ναστρου Ουρανού, αλλά πατρίδα
μου είναι ο Ουρανός».