Η αρχή και το τέλος των συντεχνιών
των Ζηλωτών.
Νύχτωσε για τα καλά.
Κ’ έξω έχει έναν αγέρα παγωμένο, πού περονιάζει τα κόκαλα. Μια βδομάδα
τώρα και δε λέει να σταματήσει αυτός ο δαιμονισμένος Βαρδάρης.
Είναι μια νύχτα του Γενάρη τού 1342.
Είναι μια νύχτα του Γενάρη τού 1342.
Οι λύχνοι σβήνουν ένας - ένας στους μεγάλους δρόμους και το λιμάνι
νέκρωσε. Όλα δείχνουν πώς η περιτειχισμένη πολιτεία, παρ' όλες τις δύσκολες ώρες
πού ζει μέσα στ’ απανωτά γεγονότα πού παραδέρνουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, θα
περάσει μιαν ακόμα ήσυχη βραδιά.
Βέβαια, καμιά φορά, το ποτήρι ξεχειλίζει, κ’ εκεί πού όλα φαίνονται ήρεμα,
ξαφνικά μια απρόσμενη αντάρα, ένα κακό και μια βουή έρχεται και ξεθεμελιώνει τα
πάντα, ρίχνει καταγής τα σύμβολα της εξουσίας, τα ποδοπατάει και, μέσα στο χαλασμό,
γεννιέται και η λαχτάρα για μια καινούργια ζωή.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τη Θεσσαλονίκη, την «πολυάνθρωπο» και «ευανδρούσα»,
τη δεύτερη μετά την Κωνσταντινούπολη πόλη του Βυζαντίου. Μπορεί όλα να δείχνουν
πώς τίποτα το σπουδαίο δεν πρόκειται να συμβεί, μια και οι πόρτες των τειχών
είναι καλά φυλαγμένες κι αφού πάνω στο Επταπύργιο κυματίζουν αμέριμνα τα βυζαντινά
φλάμπουρα, όμως, στην πραγματικότητα, η πολιτεία είναι καζάνι πού βράζει.
Ο λαός μπαΐλντισε να βλέπει την καταστροφή να έρχεται και κανείς να μη
νοιάζεται στα σοβαρά να την προλάβει.
Ο λαός αυτός, οι τεχνίτες των λίθων, οι τεχνίτες του χρυσού και αργύρου, οι βιοτέχνες, πού ’ναι και η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη μέσα στην πόλη, οι εργάτες και οι λιμενεργάτες με τις συντεχνίες τους, οι μικροί και μεσαίοι εμπορευόμενοι, οι Ελεύθεροι Τεχνίτες Οικοδόμοι, οι ναυτικοί και οι απλοί στρατιώτες, από χρόνια τώρα παρακολουθούν τη Θεσσαλονίκη να τραβάει απ’ το κακό στο χειρότερο. Κάποιος πρέπει να τους προστατέψει, κάποιος πρέπει να περισώσει την τιμή και την ανεξαρτησία της πολιτείας, κάποιος, ακόμα, πρέπει να μιλήσει για τα δίκαιά τους, πού τα κουρελιάζουν οι κυβερνήτες του, οι κακοί κληρικοί, οι τοκογλύφοι, οι φεουδάρχες και οι συνεργάτες τους.
Ο λαός αυτός, οι τεχνίτες των λίθων, οι τεχνίτες του χρυσού και αργύρου, οι βιοτέχνες, πού ’ναι και η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη μέσα στην πόλη, οι εργάτες και οι λιμενεργάτες με τις συντεχνίες τους, οι μικροί και μεσαίοι εμπορευόμενοι, οι Ελεύθεροι Τεχνίτες Οικοδόμοι, οι ναυτικοί και οι απλοί στρατιώτες, από χρόνια τώρα παρακολουθούν τη Θεσσαλονίκη να τραβάει απ’ το κακό στο χειρότερο. Κάποιος πρέπει να τους προστατέψει, κάποιος πρέπει να περισώσει την τιμή και την ανεξαρτησία της πολιτείας, κάποιος, ακόμα, πρέπει να μιλήσει για τα δίκαιά τους, πού τα κουρελιάζουν οι κυβερνήτες του, οι κακοί κληρικοί, οι τοκογλύφοι, οι φεουδάρχες και οι συνεργάτες τους.
Κι αυτός ο κάποιος δεν μπορεί να ’ναι άλλος απ’ τον ίδιο το λαό, πού μέσ’
απ’ τα σπλάχνα του θα βγάλει τούς αρχηγούς του, πού θα τον οδηγήσουν στο
ξέσπασμα της ελπίδας και της λύτρωσης.
Ας δούμε, όμως, τί σύναξη είναι αυτή πού, με κάθε μυστικότητα, γίνεται σ'
εκείνο το καπηλειό, στην άκρη του λιμανιού, τέτοια ώρα, μέσα στην παγωνιά της
νύχτας...
Ο κόμπος έφτανε ατό χτένι...
Μέσα στην καλά κλειδαμπαρωμένη ταβέρνα, κανά δυο λαδοφάναρα φωτίζουν
αμυδρά τα πρόσωπα αυτών πού κάθονται γύροι από ένα βαρύ ξύλινο τραπέζι. Είναι
αρχηγοί και στελέχη τού κινήματος των λεγόμενων Ζηλωτών ή «Φίλων τού λαού» και εκπρόσωποι
συντεχνιών των εργαζομένων:
Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, ένας δυναμικός άντρας πού, αυτή τη στιγμή, είναι ο
αρχηγός της κίνησης, ο Γεώργιος Κοκκαλάς, επαναστάτης από γεννησιμιού του, ο Ανδρέας
Παλαιολόγος, πού προερχόταν απ’ τη συντεχνία των ναυτεργατών, ο Στρατήγιος, πού
ήταν ένας από τούς καστροφύλακες πού κράταγαν πόστο στο φρουριακό συγκρότημα της
Θεσσαλονίκης και δυο - τρεις άλλοι. Αυτοί οι Παλαιολόγοι δεν ξέρουμε, γιατί
καμιά ιστορική πηγή δεν το μαρτυράει, αν είχαν σχέση με τη βασιλική οικογένεια των
Παλαιολόγων.
Η συζήτηση έχει για τα καλά ανάψει. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος κάνει έναν
απολογισμό, θα λέγαμε, της κατάστασης πού επικρατούσε...
Πολλά τα δεινά, φίλοι μου, πού
σωρεύτηκαν πάνω απ’ την πόλη μας, πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Το ξέραμε. Κι όλα
είναι αποτέλεσμα της καταρρεύσεως τού θρύλου και της δόξας του Βυζαντίου.
Δυστυχώς, η αλήθεια είναι πικρή. Ύστερα απ’ το θάνατο του μεγάλου εκείνου
βασιλιά μας, του Μακεδόνα Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου, απόγονου του
Μακεδονικού βασιλείου των Σελευκιδών και από Σπαρτιάτισσα μάνα, το 1025, το
Βυζάντιο πήρε το δρόμο της παρακμής και η λατινοκρατία, αργότερα, έφερε τη
συμφορά και τη διάλυση. Μάταιες στάθηκαν οι προσπάθειες για την ανασύσταση της
αυτοκρατορίας στην πρώτη λαμπρότητά της. Τί είναι, σήμερα, το Βυζάντιο; Κάτι επαρχίες,
μόνο, στη Μικρά Ασία και στη Βαλκανική, η Θράκη, ένα κομμάτι απ’ τη Μακεδονία, η
Ρόδος, η Μυτιλήνη, η Σαμοθράκη, η Ίμβρος. Οι Φράγκοι αλωνίζουν και κατακτούν τα
ελληνικά εδάφη, ενώ η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και τα δεσποτάτα της
Ηπείρου και τού Μυστρά παλεύουν να επιζήσουν μέσα σε μια πραγματικότητα όπου το
μέλλον είναι ζοφερό. Γνωρίσαμε και μεις την επάρατη φραγκική κατοχή, για
κάμποσα χρόνια, μετά ενταχτήκαμε στην κυριαρχία του δεσποτάτου της Ηπείρου και
της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, και τελικά, είμασταν αναγκασμένοι, μόνοι μας,
ν’ αντιμετωπίζουμε και τις φοβερές Καταλάνικες επιδρομές.
Αποτέλεσμα: σήμερα, 1342 μετά Χριστό, να ζούμε σ’ ένα κλίμα αβεβαιότητος,
ενώ ο Τούρκος είναι έξω απ’ το σπίτι μας και χτυπάει απειλητικά την πόρτα μας...
Ας όψεται η ανικανότητα και η αλληλοφαγωμάρα των βυζαντινών αρχόντων,
είπε κάποιος παρακαθήμενος.
Με εξορκισμούς δεν γίνεται τίποτα,
συνέχισε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Πρέπει ν’ αναλάβουμε δράση. Τη σημερινή
κατάσταση την ξέρετε: στο θρόνο τού Βυζαντίου, ύστερα απ’ το θάνατο εκείνου τού
παραδόπιστου και δοξομανούς Ανδρόνικου τού Γ', κάθεται ο γιος του ο Ιωάννης,
ένα νιάνιαρο εννέα χρόνων, πού θέλει να λέγεται «Δέσποτας πάντων»! Φυσικά, τον
επιτροπεύει η μητέρα του, η Άννα ΙΙαλαιολογίνα, κι αυτή είναι πού κυβερνάει με
την κλίκα της και με τον ευνοούμενο της μεγάλο δούκα Αλέξιο Απόκαυκο. Απ’ την
άλλη μεριά, ο ραδιούργος Ιωάννης Καντακουζηνός, απ’ το μίσος του πού δεν έγινε
αυτός επίτροπος τού ανήλικου βασιλιά, γίνεται μισερός στρατιώτης, στέφεται
μόνος του αυτοκράτορας και κήρυξε τον αποτρόπαιο δυναστικό του αγώνα εναντίον της
νόμιμης, όπως και να το
κάνουμε, αυτοκρατορικής εξουσίας στη βασιλεύουσα. Δηλαδή, με μια λέξη,
βρισκόμαστε μπρος σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο, πού οι συνέπειές του θα ’ναι
καταστροφικές και για την ίδια την πολιτεία μας. Όμως, η Θεσσαλονίκη, πρέπει να
κρατήσει την ανεξαρτησία της, να εξακολουθήσει να ’χει τούς νόμους της, την
αυτοδιοίκησή της, όπως από παλιά της δόθηκε από τους ιδρυτές βασιλιάδες της Μακεδονίας...
Μη ξεχνάμε, όμως, τον
κόβει ο Κοκκαλάς, πώς ο αυτοκρατορικός έπαρχος στην πόλη μας, αυτός ο ύπουλος ο
Συνοδηνός, ασκεί μεγάλη επίδραση και έχει με το μέρος του τούς φεουδάρχες και
τον κλήρο.
Πρέπει ν’ αποκτήσουμε πραγματική Ελευθερία και, μια για πάντα, να
ξεκαθαρίσουμε τούς λογαριασμούς μας μ’ αυτούς πού θέλουν να λέγονται «ευγενείς»,
«ευπαίδευτοι», «ευπατρίδαι», «συνετοί» και τα τοιαύτα.
Δεν ξεχνάω τίποτα, αντίθετα θα
παλέψουμε ώστε όλη η δύναμη να περιέλθει στην εκκλησία τού δήμου, στο λαό,
απάντησε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος.
Κι όσο για την τοκογλυφία και την
αισχροκέρδεια, θα την ξεριζώσουμε και οι εκμεταλλευτές θα παραδοθούν στην
περιφρόνηση τού λαού, πού βαρυγκομάει απ’ την αδικία, τη βαρεία φορολογία, την
καταπίεση και την εξαθλίωση. Φτάνει πια. Ο κόμπος έφτασε στο χτένι! Ήρθε η ώρα
ν’ αναλάβουμε τις ιστορικές μας ευθύνες.
Επανάσταση! Βροντοφώναξαν όλοι.
Ναι, επανάσταση, αλλά, ας δούμε, είμαστε έτοιμοι; Τι λες εσύ, Ανδρέα;
Το λόγο πήρε ο Ανδρέας
Παλαιολόγος:
Εγώ κι ο Κοκκαλάς, όλον αυτόν τον καιρό, δεν καθίσαμε με σταυρωμένα
χέρια. Κάναμε καλή οργανωτική δουλειά. Έχουμε, πια, βαθιές ρίζες στο λαό,
χιλιάδες είναι εντεταγμένοι στο κίνημά μας κι όλοι περιμένουν το σύνθημά μας για
να ξεχυθούν στους δρόμους.
Και ποια η κατάσταση πού επικρατεί στο κάστρο; Ρώτησε ο Μιχαήλ
Παλαιολόγος.
Το λόγο πήρε ο Στρατήγιος:
Όλη η επίλεκτη δύναμη τού αυτοκρατορικού έπαρχου, είναι συγκεντρωμένη
μέσα στο φρούριο, υπονοώντας την ακρόπολη, το Επταπύργιο. Αλλά, τίποτα δεν
πρέπει να μάς ανησυχεί. Έχω κάνει κ’ εγώ τη δουλειά μου και πολλοί στρατιώτες
του είναι με το μέρος μας.
Και, το κυριότερο, εγώ είμαι αυτός πού κρατάω τα κλειδιά της μεγάλης
πύλης. Δώστε εσείς το σύνθημα και όλα θα πάνε καλά. Ένα, όμως, πρέπει να
προσέξουμε τον Συνοδηνό πού, από τη μία λέει πώς προστατεύει τα αυτοκρατορικά
συμφέροντα κι απ’ την άλλη κρατάει μυστικές επαφές με τον Καντακουζηνό. Υπάρχουν,
μάλιστα, πληροφορίες πώς οι συνεννοήσεις του είναι πολύ προχωρημένες και πώς
είναι έτοιμος, σε πρώτη ευκαιρία, να παραδώσει το φρούριο στον Καντακουζηνό...
Δεν θα προλάβει, είπε σαρκάζοντας ο Κοκκαλάς.
Δεν θα προλάβει, γιατί την απόφαση την πήραμε, επισφράγισε ο Μιχαήλ
Παλαιολόγος.
—
Επανάσταση! Φώναξαν όλοι μαζί.
—
Επανάσταση! Να σώσουμε αυτόν τον τόπο απ’ τη
συμφορά και το διχασμό...
—
Επανάσταση! Να κρατήσουμε αυτή
τη γωνιά του Μακεδονικού Βυζαντίου ελεύθερη κι ανεξάρτητη...
— Επανάσταση! Και ν’ αποδείξουμε πώς
την πολιτεία δεν την κάνουνε τα κάστρα, τα θέατρα, τα παλάτια, τα λιμάνια, οι
πέτρες και τα ξύλα, μα οι άνθρωποι που ομογνωμούνε μπρος στο κοινό καλό.
Η εξέγερση
Κόντευε να ξημερώσει. Οι αρχηγοί του κινήματος βγήκαν απ’ το καπηλειό και
πήγε ο καθένας στο πόστο του. Το κίνημα αποφασίστηκε να γίνει την ίδια μέρα, το
βράδυ. Δεν χρειαζόταν πολλή προετοιμασία.
Το σύνθημα θα δινόταν και η επαναστατική μηχανή θα δούλευε στην εντέλεια.
Και το σύνθημα δόθηκε κι ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους και στις πλατείες. Με
αναμμένους δαυλούς, με κάθε λογής όπλο, με κοντάρια και μαχαίρια, με τσεκούρια
και αξίνες και με φωνές οργισμένες, ο λαός, οι εργάτες, οι ναύτες, οι αγρότες
και οι κτηνοτρόφοι πού μπήκαν στην περιτειχισμένη πόλη, τέλος οι βιοτέχνες, κι όλοι
οι κατατρεγμένοι της μοίρας, ζητιάνοι κι άλλοι, ξεσήκωσαν και τις πέτρες ακόμα
στο πέρασμά τους. Στόχος τους, η ακρόπολη, όπου κατατρομαγμένοι έτρεξαν να
κρυφτούν οι ευγενείς κι ο έπαρχος, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, ν’ αντιδράσουν στη
φανατισμένη λαϊκή λαίλαπα πού περικύκλωσε τα τείχη. Τελικά, ο Συνοδηνός, τα
κατάφερε να το σκάσει από κάποια πόρτα του κάστρου μαζί με πολλούς άρχοντες κι
αξιωματούχους του, πού το έβαλαν στα πόδια, προσπαθώντας να σωθούν στα ιερά των
εκκλησιών κι όπου αλλού μπορούσε ο καθένας.
Τρεις μέρες κράτησε η εξέγερση των Ζηλωτών και το αίμα χύθηκε ποτάμι,
κατά πώς λένε παλιοί χρονικογράφοι. Μάλιστα, τις πρώτες μέρες, η κατάσταση
ξέφυγε από τα χέρια των αρχηγών των Ζηλωτών κι ο όχλος επιδόθηκε με ακράτητη
μανία στη σφαγή και στο ξεθεμελίωμα σπιτιών και δημόσιων κτηρίων. Η μανία αυτή,
μάλιστα, εξελίχτηκε σε σωστό άγριο ανεμοστρόβιλο, καθώς μαθεύτηκε πώς καμπόσοι
αξιωματούχοι προσπάθησαν ν’ ανοίξουν μυστικά μία καστρόπορτα, για να ’μπει μέσα
ο Καντακουζηνός, πού καιροφυλακτούσε πότε έξω απ’ το κάστρο και πότε σε
διάφορες κοντινές στη Θεσσαλονίκη επαρχίες. Κι αυτός ο ανεμοστρόβιλος σύντριψε
χωρίς λύπηση και τις τελευταίες ελπίδες των αρχόντων. Μόλις καταλάγιασε το
κακό, με δυσκολία μεγάλη κατάφεραν οι αρχηγοί των Ζηλωτών να βάλουν κάποιο
φραγμό στην αναρχία πού παράδερνε την πόλη.
Τα κάστρο και οι νόμου μάς προστατεύουν...
Οι στιγμές είναι δύσκολες και το μέλλον αβέβαιο. Γι’ αυτό και οι ηγέτες των
Ζηλωτών, χωρίς να χάσουν καιρό, συγκροτούνε επαναστατική επιτροπή και
συνέρχονται σε μία πρώτη συνεδρίαση. Το συμβούλιο γίνεται στο έρημο παλάτι του
βυζαντινού έπαρχου. Η διαδικασία είναι συνοπτική. Κι ο Μιχαήλ Παλαιολόγος
απευθύνεται με λόγια, σχεδόν λαχανιαστά, ατούς συντρόφους του:
—
Δεν θα μιλήσω για τα παρατράγουδα πού έγιναν,
ούτε για τις αρπαγές, ούτε για το πολύ και άδικο αίμα πού χύθηκε. Ο γέγονε,
γέγονε! Η ουσία είναι πώς επικρατήσαμε. Αλλά οι ευθύνες μας είναι μεγάλες. Πριν
απ’ όλα, να κλείσουν οι πύλες των τειχών και να μη μπαινοβγαίνει κανείς, ώσπου να
κατασιγάσουν τα πνεύματα. Την ακρόπολη, μέρα και νύχτα, να τη φυλάνε άνθρωποι
δικοί μας. Ο κόσμος να ξαναγυρίσει στις δουλειές του. Να μαζέψουμε χρήματα με
έρανο για να επισκευάσουμε τις οχυρώσεις του κάστρου. Τα κάστρα και οι νόμοι
μας προστατεύουν και, σ’ αυτά τα δυο, πρέπει να δώσουμε σημασία μεγάλη. Και,
τώρα επείγει κάτι άλλο: να ορκίσουμε αμέσως αρχηγό της Πολιτείας μας. Έχετε να
υποδείξετε κανέναν;
Εσένα! Είπε ο Γεώργιος Κοκκαλάς.
Όχι! Χρειαζόμαστε πρόσωπο κοινής
αποδοχής...
Λίγο παράξενα μάς τα λες, είπε ο Στρατήγιος αφού εμείς σε θέλουμε, δεν
είσαι άνθρωπος κοινής αποδοχής; Εμείς δεν κυβερνάμε: Ποιόν θα ρωτήσουμε; Το
λαό; Μα το λαό εμείς δεν τον εκπροσωπούμε;
Όχι, Στρατήγιε, δεν είναι έτσι.
Πρέπει να φανούμε σώφρονες σ’ αυτές τις ρευστές ώρες της ελευθερίας πού με
τόσον αγώνα κερδίσαμε.
Και ποιόν να υποδείξουμε; Ρώτησε
ανήσυχος ο Ανδρέας Παλαιολόγος. Μπας και κανέναν ξεπεσμένο άρχοντα πού μάς
κάνει το φίλο;
Όχι δα! Είπε χαμογελώντας ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Και πρόσθεσε: προτείνω τον
Μακάριο!
Τον αρχιεπίσκοπο; ρώτησαν όλοι έκπληκτοι.
Ναι, το αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Άνθρωποι μου ήδη τον έχουν πλησιάσει και φαίνεται πώς δέχεται. Εμπρός,
λοιπόν, ας μη χάνουμε καιρό. Να στείλουμε να τον φέρουμε στη γερουσία να ορκιστεί...
Αγνοώντας τις πιέσεις των κληρικών και των καλογέρων, ο Μακάριος, στάθηκε
στο ύψος των περιστάσεων. Αναγνώρισε το νέο καθεστώς και ορκίστηκε πρόεδρος της
Ελεύθερης Θεσσαλονίκης, κάτω απ’ τις ζητωκραυγές χιλιάδων λαού .
Μια καινούργια σελίδα στην ιστορία της δεύτερης πόλης του Βυζαντίου
φαίνεται πώς πάει ν’ ανοίξει, πρωτοφανέρωτη στα χρονικά των ταραγμένων εκείνων
χρόνων...
Μεταρρυθμίσεις
Απ’ τον πρώτο, ακόμα χρόνο της εξουσίας
τους, οι Ζηλωτές, προχωρούν σε επαναστατικές μεταρρυθμίσεις. Κατάργησαν τη γερουσία
πού εκπροσωπούσε, κυρίως, τα συμφέροντα των λίγων. Κατάσχεσαν τις περιουσίες εκείνων
πού συνεργάστηκαν με τον Καντακουζηνό. Υποχρέωσαν τούς ευγενείς πού έμειναν
στην πάλη να δώσουν απ’ τα πλούτη τους για να συντηρηθεί ο στρατός. Πήραν
μέρος απ’ τον πλούτο των μοναστηριών για να το μοιράσουν στη φτωχολογιά, για να
επισκευάσουν τις εκκλησίες, για να βοηθήσουν τούς παπάδες πού πένονταν. Οι
πολίτες εξομοιώθηκαν κ’ έπαψαν να υπάρχουν πληβείοι και άρχοντες, έπαψαν να υπάρχουν
διακρίσεις. Έφτιαξαν καινούργιους νόμους και, με μία λέξη, προσπάθησαν να
οργανώσουν μία Πολιτεία, πού, σε κάμποσα σημεία, θύμιζε την αρχαία δημοκρατία της
Αθήνας και, σ’ άλλα, την αρχαία χριστιανική παράδοση τού κοινοβίου και της
κοινοκτημοσύνης.
Ορισμένοι ιστορικοί, γράφοντας για το κίνημα
των Ζηλωτών, μίλησαν για «λαϊκή δημοκρατία» και για «κομμούνα» της Θεσσαλονίκης,
μίλησαν για «ταξικούς αγώνες» κι άλλα τέτοια είπαν, πού, όμως, βρίσκονται
μακριά απ’ την πραγματικότητα. Άλλωστε, η ιστορία δεν έχει πει ακόμα την
τελευταία της λέξη για το κίνημα αυτό, γιατί πολλές, κι ασφαλώς οι πιο
σημαντικές, πτυχές του μένουν άγνωστες, απ’ την έλλειψη διαφωτιστικών στοιχείων
και ντοκουμέντων. Όλη αυτή η κίνηση, λένε, πώς έχει τις ρίζες της στη θρησκευτική
έριδα των Ησυχαστών, πού, εκείνα τα χρόνια, είχε ξεσπάσει.
Η διαφωνία βρισκόταν στον τρόπο της
προσευχής!
Οι Ησυχαστές, πού ήταν καλόγεροι στο Άγιο Όρος- Άθωνα κ’ είχαν γι’ αρχηγό τους τον Γρηγόριο Παλαμά, υποστήριζαν πώς βλέπουν το Θαβώρειο Φως λέγοντας συνέχεια τη μονολόγιστη νοερή προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ,
ελέησον με» και κοιτάζοντας μόνιμα προς ένα σημείο του σώματός τους, τον
αφαλό.
Οι Ησυχαστές είχαν την εύνοια του Ιωάννη τού
Καντακουζηνού.
Οι Ζηλωτές, πάλι, μ’ αρχηγό τον Βαρλαάμ, έναν
Έλληνα καλόγερο από την Καλαβρία της ’Ιταλίας, πολύ μορφωμένο — όπως, άλλωστε,
μορφωμένος πολύ ήταν κι ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο μετέπειτα άγιος — κατηγορούσαν
την ασκητική μέθοδο των αγιορειτών με διάφορα δικά τους επιχειρήματα.
Η διαμάχη ξαπλώθηκε στη Θεσσαλονίκη και στην
Κωνσταντινούπολη, ανακινήθηκαν ζητήματα δογματικά και οι διαφορές λύθηκαν από
αλλεπάλληλες συνόδους, πού δικαίωσαν, τελικά, τις
απόψεις του Γρηγόριου Παλαμά. Λένε πώς οι Ζηλωτές εκφράζανε την πρόοδο και οι Ησυχαστές
την καθυστέρηση. Λένε, ακόμα, πώς οι Ησυχαστές ήταν ανθενωτικοί και οι Ζηλωτές ενωτικοί.
Αλλά, οι θρησκευτικές αυτές Έριδες, για τις όποιες πολλά έχουν γραφτεί, δεν
ενδιαφέρουν το δικό μας ιστόρημα, πού δεν θέλει παρά να εκτυλίξει κάποιες
μοναδικές σε δραματικότητα στιγμές πού έζησε η Θεσσαλονίκη και το κάστρο της τα
χρόνια εκείνα. Ωστόσο η επανάσταση των Ζηλωτών, με τις κοινωνικές και πολιτικές
διαστάσεις του χαρακτήρα της και των κινήτρων της, πού τόσο πολύ είναι δεμένη
με το φρούριο της Θεσσαλονίκης, παραμένει, όπως είπαμε, ένα φαινόμενο
αξεδιάλυτο, για την ιστορική ερευνά, κεφάλαιο πού περιμένει τον ειδικό, το δικό
του μελετητή.
"Ας
ξαναγυρίσουμε, όμως, κοντά στα γεγονότα.
Καντακουζηνός ο αδίσταχτος
Τί έκανε όλο αυτό το διάστημα ο
Καντακουζηνός, ποια ήταν η στάση του αυτοκράτορα, απέναντι στη νέα τάξη
πραγμάτων πού εμπεδώθηκε στη Θεσσαλονίκη; Απλούστατα, ο σφετεριστής του θρόνου, ο Καντακουζηνός, συνέχισε να γυροφέρνει στη
Μακεδονία και να ’χει στο μάτι τη Θεσσαλονίκη, ενώ η αυτοκρατορική εξουσία
άρχισε να συνεργάζεται με τούς Ζηλωτές, αναγνωρίζοντας, έτσι. και την
αυτοδιοίκηση της πολιτείας. Μάλιστα, οι Βυζαντινοί, διόρισαν έπαρχο τους στη
Θεσσαλονίκη τον Ιωάννη Απόκαυκο, γιό του Αλέξιου, κι όλα έδειχναν πώς αυτή η
συνεργασία ήταν ειλικρινής κι απ’ τα δυο μέρη. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν
ήταν έτσι τα πράγματα, όπως θα δούμε παρακάτω.
Στο μεταξύ, ο Καντακουζηνός δεν το έβαζε
κάτω κι όλο τη Θεσσαλονίκη είχε στο νου του. Τού χρειαζότανε, βλέπεις, το ξακουστό
της κάστρο, για να στεριώσει την άνομη εξουσία του. Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο
να καλέσει σε βοήθεια, δίνοντάς του πολλά ανταλλάγματα, κ’ έναν Τούρκο εμίρη,
τον Αμούρ - Μπέη απ’ τη Κιρκασία, πού με πολύ στρατό αφάνισε τα περίχωρα της
Θεσσαλονίκης, πολιόρκησε το κάστρο μα, τελικά, μπρος στην άμυνα των
καστροπολέμαρχων Ζηλωτών πήρε των ομματίων του κ’ έφυγε για την πατρίδα του
μαζί με τα φουσάτα του. Κι ακόμα, αυτός ο Καντακουζηνός, πού έκανε και το
θρησκευόμενο, τα ’φτιάξε και μ’ έναν άλλον Τούρκο μεγιστάνα, τον Ουρχάν, στον
όποιο έδωσε και την κόρη του για γυναίκα, μία παιδούλα δεκατριών χρόνων, μόνο
και μόνο για να έχει την υποστήριξή του στις πολεμικές του επιδρομές εναντίον της
Θεσσαλονίκης και άλλων εδαφών της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Έμεινε στην
ιστορία σαν προδότης αυτός ο μωροφιλόδοξης άνθρωπος και πολύ σωστά γράφει ο
καθηγητής Άμαντος πώς «η στάση τού Καντακουζηνού εις την επανάσταση (των
Ζηλωτών) της Θεσσαλονίκης, υπήρξε ανάλογος προς την όλη αλλοπρόσαλλο, αντεθνική,
αντικοινωνική πολιτική του».
Η δολοφονία τον Μιχαήλ Παλαιολόγου
Τρίτος χρόνος πού κυβερνάνε οι Ζηλωτές τη
Θεσσαλονίκη. Το κάστρο κρατάει καλά και στα τείχος του σπάνε τα μούτρα τους οι επίδοξοι
εκπορθητές τους, είτε αυτοί πολεμούνε με όπλα, είτε με τη συνωμοσία και τη
δολοπλοκία. Πολλοί προδότες κομματιάστηκαν και γκρεμοτσακίστηκαν απ’ τούς
ψηλούς πύργους τού κάστρου και πολλά ψυχομαχητά στοίχειωσαν τις υγρές φυλακές
του Επταπύργιου. Οι Ζηλωτές θέλησαν να κυβερνήσουν ειρηνικά, αλλά όταν το
έφερνε η ανάγκη, δείχνονταν αδυσώπητα σκληροί. Σκοπός τους μοναδικός: να
στεριώσουν μιαν ελεύθερη Θεσσαλονίκη, μ’ ένα κάστρο άπαρτο κι απρόσιτο για τούς
φανερούς και κρυφούς εχθρούς του. Αποδείχτηκαν, όμως, στις επιδιώξεις τους
ρομαντικοί ΔονΚιχώτες της εποχής τους. Κ’ έτσι στάθηκαν, ως το τέλος, κ’ έτσι
έπεσαν, προς τιμή δική τους και τού ιδανικού τους...
Ας δούμε, όμως, τα δραματικά γεγονότα πού επακολούθησαν μέσα στην
περιτειχισμένη Θεσσαλονίκη.
...Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος πού εξακολουθεί να ’ναι ο αρχηγός των Ζηλωτών,
πολλή ώρα κρατάει στα χέρια του το μήνυμα πού του έφερε ο άνθρωπος του ’Ιωάννη
του Απόκαυκου και μένει σκεφτικός. Ηρεμία επικρατεί μέσα στον πύργο, όπου
μόνιμα κατοικεί σαν απλός στρατιώτης. Μονάχα μακρινές ακούγονται οι κουβέντες των
φρουρών πού βολτάρουν πάνω στους πλατιούς διαδρόμους των επάλξεων. Διαβάζει
ξανά το μήνυμα: «Έλα το ταχύτερο να συζητήσουμε ένα επείγον ζήτημα πού δεν
επιδέχεται αναβολή. Και, προ παντός, μυστικότητα. Μην έχεις σε κανένα εμπιστοσύνη.
θα σε περιμένω απόψε στις 10 κάτω απ’ τον πύργο, στη δυτική πλευρά του τείχους,
στη θάλασσα.
Τί ’ναι αυτό πάλι, αναρωτήθηκε ο Παλαιολόγος... Ωστόσο δεν δίστασε να
πάει στη συνάντηση. Το ολέθριο, όμως, σφάλμα του ήταν πού πήγε μόνος, χωρίς συνοδεία.
Όταν, λοιπόν, έφτασε στο σημείο πού όριζε το μήνυμα, είδε τον Απόκαυκο να κόβει
νευρικές βόλτες.
—
Χαίρε! τον χαιρέτησε ο Παλαιολόγος.
—
Χαίρε, Μιχαήλ Παλαιολόγε, μα, στην ουσία, δεν
χαίρομαι, μα θλίβομαι για τα συμβαίνοντα στην πόλη...
—
Δεν σε καταλαβαίνω!
—
Κάνεις πώς δεν καταλαβαίνεις, Μιχαήλ.
Καταδυναστεύετε με τις αγγαρείες σας το λαό και δεν καταλαβαίνεις; Άκου,
λοιπόν: ή θα πάψουν οι αυθαιρεσίες σας ή θα καείτε στην κάμινο των ανομιών
σας.
—
Μάς απειλείς; Και με ποιο δικαίωμα; Ποιος είσαι
εσύ πού θα μάς διατάξεις πώς θα κυβερνήσουμε την πόλη; Περιορίσου στα καθήκοντά
σου και άσε τις νουθεσίες και τις εντολές για κάπου αλλού... Διπλοπρόσωπε!
—
Τι είπες;
—
Αυτό πού είπα. Ενώ λες πώς είσαι εκπρόσωπος
του αυτοκράτορα, ωστόσο κάνεις και μυστικές διαβουλεύσεις με τον Καντακουζηνό.
Μπας και νομίζεις πώς δεν ξέρουμε όσα συμβαίνουν πίσω απ’ την πλάτη μας;
—
Είσαι θρασύς. Κι άκου να σου πω: ή μου
παραδίνετε την εξουσία, πού παράνομα καταλάβατε, ή θα έχετε να κάνετε με τη δίκαιη
αυτοκρατορική τιμωρία.
—
Τί είναι αυτά πού λες, ’Ιωάννη; Τρελάθηκες;
— Ο Απόκαυκος δεν απάντησε. Απλώς σφύριξε συνθηματικά και σαν αστραπή
έπεσαν πάνω στον Παλαιολόγο οι άνθρωποί του πού ήταν κρυμμένοι εκεί τριγύρω και
τον κατάκοψαν με τα σπαθιά τους. Ούτε άχνα δεν πρόλαβε να βγάλει ο άμοιρος.
Η Θεσσαλονίκη
πρέπει να μείνει Ανεξάρτητη.
Το ίδιο
βράδυ ο Απόκαυκος και οι συνωμότες του, κάτι άρχοντες μισητοί και δολοπλόκοι,
πιάσανε πολλούς Ζηλωτές, πού θεωρούσανε επικίνδυνους, και σιδηροδέσμιους τούς
μπαρκάρισαν σ’ ένα δρόμωνα, πού μ’ ανοιγμένα τα πανιά περίμενε στο λιμάνι, και
τούς έστειλαν στο κάστρο του Πλαταμώνα, όπου και τούς φυλάκισαν.
Η δολοφονία του Μιχαήλ Παλαιολόγου
αναστάτωσε τούς Ζηλωτές, μα κανείς δεν ήξερε ποιος είναι ο πραγματικός
δολοφόνος. Ο Απόκαυκος, απ’ την άλλη μεριά, δεν άφησε να περάσει πολύς χρόνος. Αμέσως
συγκαλεί συνέλευση και βγάζει έναν λόγο πού αφήνει άναυδους τούς Ζηλωτές. Ούτε
λίγο ούτε πολύ ζήτησε να παραδοθεί η Θεσσαλονίκη στον Καντακουζηνό!
Έφριξαν οι Ζηλωτές απ’ το άκουσμα των λόγων του
Απόκαυκου, αλλά, με εντολή του Ανδρέα Παλαιολόγου και του Γεωργίου Κοκκαλά, δεν
έδειξαν καμιάν ανησυχία. Τούς χρειαζόταν χρόνος να προετοιμαστούν και να
ενεργήσουν κατάλληλα. Κ’ ενώ, λοιπόν, ο Απόκαυκος έστελνε βιαστικό μήνυμα στον
Καντακουζηνό να ’ρθει να του παραδώσει τη Θεσσαλονίκη, μ’ αντάλλαγμα να μείνει
αυτός κυβερνήτης της πολιτείας, οι Ζηλωτές ετοίμαζαν μυστικά το νέο τους
ξεσηκωμό. Αφού όλα ήταν έτοιμα, ο Ανδρέας Παλαιολόγος κι ο Γεώργιος Κοκκαλάς
παρουσιάστηκαν στον Απόκαυκο και ζήτησαν να συγκαλέσει λαϊκή συνέλευση. Ο
Απόκαυκος, μη γνωρίζοντας τις ενέργειες των δυο αρχηγών των Ζηλωτών, συγκάλεσε
τη συνέλευση κι άρχισε να λέει τα δικά του: πώς η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη
είναι δύσκολη, πως τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει μέσ’ στην πολιτεία με την
παράδοσή της στον Καντακουζηνό, πώς το συμφέρον των πολιτών είναι να διαλέξουν
την προστασία του δυνατού κι άλλα τέτοια... Μίλησαν κι ο Παλαιολόγος κι ο
Κοκκαλάς και ξάστερα είπαν τη γνώμη τους: η Θεσσαλονίκη πρέπει να παραμείνει ανεξάρτητη
και μακριά απ’ τον εμφύλιο σπαραγμό. Δεν πρόλαβαν να τελειώσουν τούς λόγους
τους οι δυο Ζηλωτές και πλήθη πολλά πλημμύρισαν τούς δρόμους κραυγάζοντας
επαναστατικά συνθήματα...
—
Έξω οι προδότες!
—
Θάνατος στους δολοφόνους!
—
Ελευθερία!
—
Ζήτησαν οι Ζηλωτές!
—
Έξω απ’ το κάστρο της Θεσσαλονίκης οι
δολοπλόκοι!
Τα έχασε ο Απόκαυκος απ’ την εξέλιξη των πραγμάτων. Και μέσ’ στην αναμπουμπούλα,
καταφέρνει, ύστερα από πολλές περιπέτειες, να πάρει τη φρουρά του και τούς
κυριότερους συνεργάτες του να πάει να κλειστεί πάνω στην ακρόπολη του κάστρου. Εκεί,
τρέμοντας απ’ το κακό του κι απ’ το φόβο, καταριέται θεούς και δαίμονες και
ξεφωνίζει:
—
Αλίμονο, εδώ θ’ αφήσουμε την τελευταία μας
πνοή! Σ’ αυτό το κάστρο το έφερε η μοίρα να θάψουμε τη μεγαλοσύνη μας. Κρίμα σε
μάς και στους πιστούς μας
ανθρώπους...
Είμαστε κοντά σου, μη
παραπονιέσαι, Έπαρχε, του λέει ένας ευγενής, σχεδόν κλαψουρίζοντας.
Τί να σάς κάνω; Δεν ακούτε τι
γίνεται κάτω στην πόλη;
Βαράνε τα βούκινα για να συγκεντρωθεί το πλήθος των ληστών και των αγροίκων.
Σε λίγο θα πέσουν καταπάνω στην ακρόπολη και θα μάς θάψουν κάτω απ’ τις
πέτρες και τα χώματα. Αλλά, όχι! θα δώσουμε τη μάχη εδώ, σ’ αυτό το κάστρο της
μοίρας μας, σ’ αυτό το κάστρο όπου παίζεται η τιμή μας και η τιμή των παιδιών
μας...
Είσαι στα καλά σου, Έπαρχε;
Αντιλέγει ένας άρχοντας. Και πώς θ’ αντισταθούμε στα στίφη;
Μη φέρνεις τον πανικό! Ούτε
συνθηκολόγηση θα κάνουμε ούτε θα ανταλλάξουμε την ελευθερία μας με τη δουλεία και
την ατίμωση.
Παλεύουμε για τα δίκαια αυτής της πολιτείας και γι’ αυτά τα δίκαια θα
πέσουμε πάνω σε τούτα τα τείχη. Μην εμπιστεύεσθε τούς Ζηλωτές, αυτούς τούς
σατανάδες, τούς τρισάθλιους, τα ανήμερα θηρία. Εμπρός, να δώσουμε τη μάχη σ’
αυτό το κάστρο. Εμπρός, στα όπλα οι φρουροί, εμπρός για την Ελευθερία μας...
Άφριζε απ’ τις φωνές και τις διαταγές ο Απόκαυκος, ενώ, την ίδια στιγμή,
σαν αφρισμένο κύμα ο λαός πολιορκούσε την ακρόπολη.
Το σύνθημα πού ξέσκιζε τα ουράνια ήταν ένα:
Θάνατος στους προδότες!
Σ’ αυτό το διάστημα, ο Κοκκαλάς, κατάφερε να παραπλανήσει τον Απόκαυκο
και να τον κάνει να πιστέψει πώς, αυτός, θα μεσολαβούσε στον Αντρέα Παλαιολόγο
για να μη φτάσει η διαμάχη στον πόλεμο και στην αιματοχυσία, κι ότι έπρεπε να
κάνει υπομονή ώσπου οι μεσολαβητικές του προσπάθειες να φέρουν ένα καλό
αποτέλεσμα.
Ο Απόκαυκος, μπρος στο αδιέξοδο πού βρισκόταν, πίστεψε τις διαβεβαιώσεις του
Κοκκαλά κι αυτό ήταν το μεγάλο του σφάλμα.
Γιατί ο φανατικός αυτός ζηλωτής έπαιζε, απλούστατα, το παιχνίδι της δικής
του παράταξης. Και τα κατάφερε ο Κοκκαλάς όχι μόνο, προς στιγμή, ν’ αποκοιμίσει
και τον ίδιο τον Απόκαυκο, αλλά και να προπαγανδίσει ανάμεσα στη φρουρά του πώς
ήταν ανώφελη κάθε αντίσταση ενάντια στη λαϊκή εξέγερση.
Μ α κ ε λ ε ι ό
Όταν κατάλαβε ο Απόκαυκος την πραγματικότητα, ήταν πολύ αργά...
Εμπρός, παιδιά μου, φωνάζει απεγνωσμένα, εμπρός, να δώσουμε τη μάχη μέσα
σ’ αυτό το κάστρο, εμπρός για την τιμή μας!
Σιωπή και θανατερή ηρεμία απ’ τη μεριά των στρατιωτών του.
Κανένας δεν κινήθηκε. Τα έχασε ο Απόκαυκος...
Μα δεν βλέπετε; Χυμάνε κατά πάνω στο τείχος... Τί κάθεστε; Αλί και τρις
αλί! Εμπρός, να φύγουμε, έεεε! πού είναι ο καστροφύλακας;
Χυμάει με το σπαθί στο χέρι ο Απόκαυκος κατά την πόρτα πού βλέπει στα
χωράφια, μα ο καστροφύλακας έχει γίνει άφαντος. Ήταν κι αυτός συνεργάτης των
Ζηλωτών...
Εμπρός, σπάστε την πόρτα, κραυγάζει φρενιασμένος ο Απόκαυκος.
Μα, πώς να τη σπάσουν, αφού, πίσω απ' αυτήν, οι εξαγριωμένοι χωρικοί
παραφύλαγαν οπλισμένοι σαν αστακοί;
Χαθήκαμε! Φώναξε ο Απόκαυκος.
Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει την απεγνωσμένη φωνή του ο Απόκαυκος και ο
Στρατήγιος, πού κράταγε τα κλειδιά της εσωτερικής πύλης, ανοίγει την πόρτα και
μπουκάρουν μέσα στο φρούριο οι πολίτες και οι χωρικοί.
Το μακελειό πού επακολούθησε δεν περιγράφεται. Τελικά, με πολλή μεγάλη
προσπάθεια κατάφεραν ο Ανδρέας Παλαιολόγος και ο Κοκκαλάς να κατασιγάσουν τη μάνητα του πλήθους και να σταματήσει το
φονικό.
Ο Ιωάννης Απόκαυκος κ’ οι πιστοί του σύντροφοι πιάστηκαν και τούς
κλειδαμπάρωσαν στον κεντρικό πύργο του Επταπυργίου, σ’ ένα μπουντρούμι
σκοτεινό, δέκα μέτρα κάτω απ’ τη Γης.
Οι ώρες και οι μέρες πού κύλισαν ήταν δραματικές. Και το τέλος τού
δράματος πού ακολούθησε ήταν ακόμα πιο δραματικό...
...Μέσα στη υπόγεια φυλακή του, ο Απόκαυκος, προσπαθεί να δώσει θάρρος
στους συντρόφους του, πού είναι φυλακισμένοι μαζί του...
Τα μάθατε τα νέα; Είναι ευχάριστα! Έξω απ’ το κάστρο φάνηκε ο Μανουήλ, ο γιος του φίλου μας του
Καντακουζηνού. Έχει στρατό μαζί του πολύν. Αυτός είναι η απαντοχή μας. Απ’ τον αυτοκράτορα
τίποτα δεν μπορούμε να περιμένουμε. Να, λοιπόν, η ευκαιρία. Ας μη μάς φοβίζουν οι
σάλπιγγες πού χτυπούν ασταμάτητα στην πόλη, ας μη μάς τρομοκρατούν οι αγροίκοι
πού σφάζουν και ατιμάζουν. Πρέπει να αντιδράσουμε. Και μάλιστα, τώρα αμέσως...
Και, πώς ν’ αντιδράσουμε; Ρώτησε
παραλυμένος απ’ το φόβο ένας ευγενής.
Χάριτι του ελεήμονος θεού, θα δραπετεύσουμε! Απ’ το κάστρο, απ’ αυτή τη
φυλακή; Ρώτησαν όλοι με μία φωνή.
Ναι, απ’ αυτή τη φυλακή. Μη ξεχνάτε πώς και μέσ’ στους Ζηλωτές, ακόμη,
έχουμε κάποιους δικούς μας ανθρώπους, θα μάς βοηθήσουν...
Οι σύντροφοι του έμειναν αμίλητοι. Μόνο ένας καλόγερος, πού ανήκε κι αυτός
στην κουστωδία του Απόκαυκου, καθισμένος πέρα, σε μία γωνιά, συνέχισε να
μουρμουρίζει το «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου...» και, κάθε τόσο, κάνοντας το
σταυρό του, ξεστόμιζε με κατάνυξη τη φράση:
«Η Παναγία θα οικονομήσει τα πράγματα...»!
Γρήγορα, όμως, διαδόθηκε στα πλήθη πώς ο Απόκαυκος το έσκασε ή πάει να το
σκάσει και οι εξαγριωμένοι επαναστάτες, πού αλώνιζαν την πολιτεία καίγοντας και
σφάζοντας, έφτασαν τρέχοντας στην πάνω πόλη, φωνάζοντας:
Έξω οι προδότες!
Θάνατος στον Απόκαυκο!
Κρεμάλα!
Τα τείχη της ακρόπολης πανύψηλα κ’ οι πόρτες διπλαμπαρωμένες.
Και τα πλήθη, από κάτω, να κραυγάζουν:
Και τα πλήθη, από κάτω, να κραυγάζουν:
—
Παραδώστε μας τούς
φυλακισμένους!
Η φρουρά, του κάστρου προσπάθησε να συνεφέρει τούς έξαλλους πολιορκητές, μα του
κάκου. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να παραδώσει τούς φυλακισμένους. Πρώτα κατέβασαν με
σκοινί από ένα πύργο τον Απόκαυκο. Δεν πρόλαβε, όμως, να πατήσει τα ποδάρια του
στη γη, κ’ ένας αφιονισμένος αγρότης του έκοψε το κεφάλι με την
σπάθα του, κάτω απ’ τα γιουχαϊτά του όχλου. Κατέβασαν
με τα σκοινιά κι άλλους φυλακισμένους, πού είχαν την ίδια τύχη με τον Απόκαυκο.
Μαθαίνοντας ο Ανδρέας Παλαιολόγος και ο Κοκκαλάς τα συμβαίνοντα, έτρεξαν
στην ακρόπολη, μπας και ηρεμήσουν τα πνεύματα :
Οι πατριώτες, φώναξαν. Ας
σταματήσει το κακό. Φτάνει πια. Αρκετά τούς εκδικηθήκαμε. Τώρα, ευταξία. Γιατί
ο εχθρός καιροφυλακτεί και όλοι οι αγώνες μας, μάταιοι θ’ αποδειχθούν...
Κάτω οι προδότες! Φώναξε το
πλήθος, εξακολουθώντας να βιαιοπραγεί.
Με μεγάλο κόπο κατάφεραν να κατασιγάσουν την οχλοκρατία οι αρχηγοί των
Ζηλωτών. Μα, μόλις απομακρύνθηκαν τα πλήθη απ’ την ακρόπολη, ένα μπουλούκι
οπλισμένων χωρικών κατευθύνθηκε στο σπίτι του Κοκκαλά, όπου είχαν πληροφορίες
πώς κρυβόταν ο Φαρμάκης, ένας συγγενής του και στενός συνεργάτης του Απόκαυκο.
Το πλήθος στάθηκε σκληρό.
Τρέφουμε στον κόρφο μας προδότες; Αν
είναι δυνατόν! Εμπρός, Κοκκαλά, παράδωσε τον εγκληματία. Ξέχασες πόσους σκότωσε
δικούς μας ο άνθρωπος πού κρύβεις στο σπίτι σου; Είναι συγγενής σου, θα μάς
πεις, μα τί μ’ αυτό;
Ας σταματήσει, επί τέλους, αδέλφια,
η σφαγή. Κινδυνεύουμε! Δεν το καταλάβατε;
Δώσε μας τον Φαρμάκη!
Ο Κοκκαλάς, μπρος στην επιμονή και στις άγριες διαθέσεις του πλήθους,
παράδωσε τον Φαρμάκη, πού, αμέσως, κατακρεουργήθηκε.
Το τέλος
Κάποτε ηρέμησαν τα πνεύματα και οι Ζηλωτές ξαναπήραν την εξουσία στα
χέρια τους και διοίκησαν, κάτω από δύσκολες συνθήκες, τη Θεσσαλονίκη ως το
1349.
Κρατούσαν επαφές με το Βυζάντιο, την αυτοκρατορική εξουσία, κι ο νέος
αυτοκρατορικός επίτροπος στη Θεσσαλονίκη, ο «πρωτοσέβαστος» Αλέξιος Μετοχίτης,
συνεργαζόταν στενά με τον αρχηγό των Ζηλωτών Ανδρέα Παλαιολόγο. Στο μεταξύ,
σοβαρά γεγονότα εκτυλίσσονταν στο Βυζάντιο.
Ο αυτοκράτορας ’Ιωάννης και η μάνα του Άννα, συνδιαλέγονται με τον
Καντακουζηνό και τα φτιάχνουν. Οι Σέρβοι με τις επιδρομές τους στη Μακεδονία, στη
Θεσσαλία κι άλλου, γίνονται κάθε μέρα και πιο επικίνδυνοι. Η πολιορκία της περιτειχισμένης Θεσσαλονίκης απ’
το στρατό του Καντακουζηνού, κάθε τόσο, έπαιρνε και νέες επικίνδυνες
διαστάσεις.
Ο κόσμος μέσ’ στην πόλη πεινούσε απ’ τούς αποκλεισμούς. Οι αρχηγοί των
Ζηλωτών, όσο κι αν πάσχιζαν να κυβερνήσουν με σύνεση, όλο και μεγαλύτερες
δυσκολίες αντιμετώπιζαν στο έργο τους. Και, μέσα σ’ αυτό το χάος, ο Μετοχίτης
δούλευε με τούς ανθρώπους του, κρυφά και συστηματικά. Και με την πρώτη ευκαιρία
πού του δόθηκε, έπιασε τον Ανδρέα Παλαιολόγο και τον εξόρισε στον Άθωνα. Ο λαός
τα έχασε. Αποκαμωμένος απ’ τις απογοητεύσεις και τις δολοπλοκίες, απόμεινε,
ουσιαστικά, μόνος, στην τύχη του.
Αυτό περίμενε κι ο Μετοχίτης...
Αυτό περίμενε κι ο Μετοχίτης...
Ήρθε η ώρα να τσακίσουμε τη συμμορία πού κυβερνάει αυτήν την πόλη! Λέει στους
συμβούλους του αποφασιστικά.
Ήρθε η ώρα! Λέει μ’ έμφαση ένας σύμβουλός του.
Διαλύθηκε η άνομη εξουσία τους. Δεν απομένει παρά να τούς δώσουμε το
τελικό χτύπημα. Εμείς από μέσα κι ο Καντακουζηνός απ’ έξω με το στρατό του, θα
δώσουμε τη λύση στο δράμα της Θεσσαλονίκης.
Εμπρός, δίχως χρονοτριβή!
Ο Μετοχίτης κάλεσε τον Καντακουζηνό να του παραδώσει την πόλη.
Κι αυτός για να ’ναι πιο σίγουρος για την επιχείρηση του, καλεί σε
βοήθεια και το γαμπρό του, τον Τούρκο Ουρχάν, πού, με χιλιάδες στρατό, ήρθε
και πολιόρκησε την πόλη. Πάνω στην απόγνωση τους οι Ζηλωτές, ζήτησαν τη βοήθεια
των Σέρβων. Δραματικές καταστάσεις, πού ούτε ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να
φανταστεί. Φοβερά πράγματα, πού ντροπιάζουν τον άνθρωπο και αφήνουν άφωνο και
τον πιο φλεγματικό παρατηρητή των γεγονότων.
Τελικά, ούτε οι Τούρκοι ούτε οι Σέρβοι καταφέρνουν τίποτα, ενώ, μέσ’ στην
πόλη, ο Μετοχίτης με το στρατό του το ’χουν ρίξει στην τρομοκρατία. Τελευταίες αναλαμπές
του θριάμβου των Ζηλωτών. Όσο κι αν προσπαθούν ν’ αντιδράσουν, τα γεγονότα τούς
προλαβαίνουν. Λήγει η κυριαρχία τους! Και
τί μπορούν να κάνουν μπρος στη συναδέλφωση, πια, του αυτοκράτορα Ιωάννη του Ε'
του Παλαιολόγου και του συμβασιλέα, του Ιωάννη του ΣΤ' του Καντακουζηνού, που,
κ’ οι δυο μαζί, αποφάσισαν να συνεργαστούν, για να βάλουν τέρμα στο Ελεύθερο
καθεστώς της Θεσσαλονίκης;
Καλοκαίρι τού 1349. Οι δυο Ιωάννηδες, ο Παλαιολόγος κι ο Καντακουζηνός, με
στρατό πολύ και στόλο μεγάλο, φτάνουν στη Θεσσαλονίκη, για να βάλουν τάξη στην «αναρχία»
πού επικρατούσε στην πόλη. Οι Ζηλωτές, παρ' όλη την αντίστασή τους, κάμφτηκαν.
Παράδωσαν το πνεύμα. Το κίνημά τους συντρίφτηκε. Και ο νέος αρχιεπίσκοπος στη
Θεσσαλονίκη, ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, απ’ τον άμβωνα τού πολιούχου Αγίου
Δημητρίου, σαλπίζει την ειρήνη και την ομόνοια...
Η Θεσσαλονίκη και το κάστρο της, ύστερα από τόσες απερίγραπτες
δοκιμασίες, ζει, τώρα, μία νέα εποχή, όπου το δράμα του κακότυχου Μακεδονικού Ελληνισμού θα εξακολουθήσει
να παίζεται ως το 1912, πού η λευτεριά, επί τέλους, θα γλυκοχαράξει και στον ορίζοντα
τού πολύπαθου βορειοελλαδικού τόπου.
Όλη η ιστορία της Θεσσαλονίκης είναι γραμμένη πάνω στα απομεινάρια των
τειχών της και των πύργων της και πάνω στην ακρόπολη της, το περιβόητο Γεντή -
Κουλέ, το Επταπύργιο, πού, ως και πριν λίγα χρόνια, έκανε χρέη φυλακής. Ιστορικές
πηγές μάς έχουν τεκμηριώσει την πορεία του κάστρου μέσ’ στους αιώνες: αρχαία
εποχή, ως Θέρμη, Ελληνιστική περίοδος, Ρωμαιοκρατία, Φραγκοκρατία, Βυζάντιο, κυρίως
βυζάντιο , Τουρκοκρατία αλλά ποτέ Σέρβοι οι Σλάβοι.
Κάθε μία εποχή έχει σημαδέψει την παρουσία της πάνω στις οχυρώσεις.
Και είναι τ’ απομεινάρια των οχυρώσεων αυτών μία ακόμα χειροπιαστή μαρτυρία
τού απελπισμένου αγώνα των Ελλήνων της Μακεδονίας να νικήσει το χρόνο και να επιζήσει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου