Γνωρίζαμε κι εμείς τον
πρόγονο μας τον Οδυσσέα να περιπλανιέται σ’ όλες τις θάλασσες, γυρεύοντας την
Ιθάκη, κι από εκεί ξεκινώντας πάλι για την καινούρια Ιθάκη και την Πηνελόπη,
γνωρίζαμε κι εμείς τον Οδυσσέα γεμάτο σκοτωμένους μνηστήρες.
Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα να κρεμιέται πάνω στο βράχο της αγριοσυκιάς και ν’
ακούει το βογκητό ολόκληρης της θάλασσας μέσα στα σπήλαια της Χάρυβδης και τη
Σκύλλα τη λυσσασμένη να καταπίνει αγαπημένους συντρόφους και τον Κύκλωπα να
καταβροχθίζει κι άλλους φίλους για να μένει ο Κύκλωπας με την πετρωμένη νύχτα
πάνω στο μάτι του και να παραπονιέται στο κριάρι του, γιατί βγαίνει το στερνό στα
λιβάδια του ήλιου, ενώ αυτό συνήθιζε μπροστά να βγαίνει, οδηγός της αγέλης.
Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα στην αγκαλιά της Κίρκης και στην παρθενική καρδιά της
Ναυσικάς.
Γνωρίζαμε την Καλυψώ πού τον αγαπούσε κι εκείνο τον κεραυνόπληκτο τον Οδυσσέα
της σχεδίας να φωνάζει το πικρό του παράπονο στον Αίολο και τον Ποσειδώνα και τον
Δία, γιατί δεν τον άφησαν καλύτερα να σκοτωθεί εκεί στη μακρινή του Τροία.
Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα γεμάτο Κίκονες και Λαιστρυγόνες, ν’ ακούει χωρίς
κερί και δεσμά σχοινιών στα χέρια και στα πόδια το γλυκό, το αιθέριο άσμα των
Σειρήνων του.
Γνωρίζαμε τον Οδυσσέα τον άφοβο κι όχι άνθρωπο σαν τους σημερινούς
ανθρώπους τους κατασκευασμένους σαν από καουτσούκ, να τεντώνονται και να
στενεύονται μέσα στην εγκληματική τους την καθημερινή παραφροσύνη.
Γνωρίζαμε τέλος τον Οδυσσέα μας γεμάτο από τη Νέμεση, πλήρη από τον
Ποσειδώνα του και τη θεά του την Αθηνά την προστάτρια, να τον φορτώνει πάντοτε με
το ελαφρό φορτίο κάθε είδους Φαιάκων.