Θεμελιώδεις βάσεις της
εν Στοά εργασίας.
«Συνερχόμεθα εν Ελευθεροτεκτονική Στοά, όπως συνδράμωμεν
αλλήλους προς χαλίνωσιν των παθών ημών, υψούμενοι υπεράνω των διαιρούντων τον κόσμον παθών και
συμφερόντων καί διδαχθώμεν να καταστέλλωμεν τας ορμάς ημών. Εργαζόμεθα διαρκώς προς
βελτίωσιν του ηθικού ημών, εθίζοντες τά πνεύματα ημών προς τας υψηλάς ιδέας της
αρετής και του καθήκοντος».
Διά των ολίγων τούτων φράσεων συνοψίζεται ο χαρακτηρισμός του έργου, το οποίο
ο Τέκτων έχει να πληρώσει συνεργαζόμενος μετά των
αδελφών του εν Στοά. Οι Τέκτονες συνερχόμενοι εν τη Στοά των δεν το πράττουν, ίνα
εξυπηρετήσουν συμφέροντα ή βλέψεις.
Δεν συνέρχονται, ίνα ακούσουν εική και ως έτυχε και αποθαυμάσουν τα έργα της
ανθρώπινης διανοίας, ρητορικού, λόγους, στίχους υψιπετούς ποιήσεως ή ανάλυση
φιλοσοφικών θεμάτων.
Δεν αποτελεί η Στοά την αίθουσα
φιλολογικού Συλλόγου.
Δεν συνέρχονται ίνα αποδώσουν αφηρημένη λατρεία προς το υπέρτατο Ον.
Δεν συνέρχονται απλώς, ίνα περάσουν ευχαρίστως την βραδιά των, ή να γνωρισθώσι
μετ’ άλλων ανθρώπων, οίτινες είναι δυνατόν να φανώσιν ωφέλιμοι εις τας ανάγκας του
καθ’ ημέραν βίου.
Συνερχόμενοι οι τέκτονες εν τη Στοά των,
το πράττουν, ίνα εργασθώσι σοβαρώς και αποφασιστικώς εις το έργον της
τελειοποιήσεις εαυτών, διότι τούτο είναι το πρώτον και κύριο έργον του Τέκτονος
είτε όταν ευρίσκεται παραδεδομένος εις τας ιδίας σκέψεις, είτε όταν εργάζεται από
κοινού μετ’ άλλων εχόντων τον αυτόν μετ’ αυτού σκοπό.
Και όταν μεν ευρίσκεται ο Τέκτων εν μονήρη σκέψη,
πρέπει να εξετάζει μετ’ αυστηρότητας εαυτόν και τας ιδίας εαυτού πράξεις, ίνα ασκεί
εφ’ εαυτού έλεγχο και διορθώνει τας αντιλήψεις του ή αναγνωρίζων τα σφάλματα
και ελαττώματά του. Όταν δε συνεργάζηται μετ’ άλλων εν τη Στοά των πρέπει να πράττει
τούτο, όπως εν τη μετά των άλλων συναναστροφή και συνεργασία εθίζηται εν τη ενασκήσει της αρετής και εξοικειώνεται
προς την κατάσταση εκείνην των ανθρωπίνων σχέσεων, ήτις βασίζεται επί των
αισθημάτων της αλληλεγγύης και της αδελφότητος και των ηθικών και κοινωνικών
νόμων της ισότητας της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, νόμων και αισθημάτων, άτινα
δυστυχώς δεν επικρατούσιν εν τη ανθρωπίνη κοινωνία.
Συνέρχονται οι τέκτονες εν τή Στοά των, όπως παρέχωσι προς αλλήλους αμοιβαία
συνδρομή, ίνα καταστέλλωσι τας ορμάς των, χαλιναγωγώσι τα πάθη των και υψούνται
υπεράνω των διαιρούντων τον βέβηλον κόσμον παθών και συμφερόντων. Διά να συντελείται
τούτο πρέπει από τον καθένα των συνερχομένων να λείπει, ή, αν εκδηλώνεται, να καταπνίγεται
άμα τη γενέσει του, παν αίσθημα εγωισμού, φιλαρχίας, τάσεως προς εκμετάλλευση,
ματαιοδοξίας, και παντός ετέρου τοιούτου ελαττώματος. Πρέπει από τον καθένα να εκδηλώνεται
η προσήλωση προς το καθήκον, η αναγνώριση των δικαιωμάτων των άλλων και η τάσι
προς εξυπηρέτηση κατά τον καλλίτερο τρόπον του κοινού σκοπού και ουχί ατομικών
βλέψεων. Πρέπει ο καθείς να παρέχει εαυτόν παράδειγμα ανοχής προς τα τυχόν
μικρά ελαττώματα των αδελφών του, σεβασμού προς την γνώμη και την θέληση των
άλλων και να υποτάσσεται εις τας αποφάσεις των πλειόνων, μετά των οποίων αναγκαίως
συνεργάζεται, έστω και εάν έχει την αντίληψη, ότι ούτοι ευρίσκονται εν πλάνη. Αν
δε διαφωνεί προς τούς λοιπούς εις τας γενικάς βάσεις της συνεργασίας, πρέπει να
εγκαταλείπει άνευ θορύβου το ανομοιογενές προς αυτόν περιβάλλον τούτο, και να προστίθεται
εις άλλο περιβάλλον συμφωνότερον προς τας αντιλήψεις του. Πρέπει να εκδηλώνει νομιμοφροσύνη
και προσήλωση εις τον νόμο, όστις εκφράζει την κοινή θέληση.
Αν δε ευρίσκει τούς νόμους ελαττωματικούς, πρέπει να προτείνει την τροποποίηση
των διά της νομίμου οδού και να μη τούς παραβαίνει, διότι ούτω προκύπτει η
αναρχία.
Εάν ο τέκτων τοιούτον εμφανίζει εαυτόν εν τη Στοά του, βοηθάει πράγματι και
τούς αδελφούς του διά του παραδείγματος και της επιρροής του, όπως
χαλιναγωγήσωσι τα πάθη των, εθισθούν εις την άσκηση της αρετής και βελτιωθούν. Εάν
όμως ο τέκτων εμφανίζεται εν τη Στοά του με χαρακτήρα αντίθετο εκείνου, τον
οποίον περιγράψαμε, τότε το αποτέλεσμα είναι αντίθετο. Τα πάθη εξάπτονται περισσότερο, μεταφέρεται εν
τη Στοά η κατάσταση, η οποία παρουσιάζεται εν τη κοινωνία ή και εις οιονδήποτε όμιλο
βέβηλων ανθρώπων, και τότε αντί να βοηθούν οι τέκτονες αλλήλους προς βελτίωση και
τελειοποίηση εαυτών, γίνονται χειρότεροι βέβηλοι απ’ ότι ήσαν, όταν δεν εκκαλούντο
τέκτονες. Είναι προτιμότερο τότε να εγκαταλείπουν τας Στοάς, παρά να παραμένουν
εις αυτές, και να παρουσιάζουν εικόνα αντίθετη εκείνης, την οποίαν το Τάγμα των
τούς θέτει ως σκοπό.
Όσα ανωτέρω αναφέραμε ίσως ξενίσουν τινές των αδελφών και ίσως χαρακτηρίσουν
την εικόνα της εν Στοά εργασίας ως όλως ξένη προς τον τεκτονισμό. Και θα έχουν δίκαιον, διότι ίσως εις καμία
Στοά δεν έτυχε να γνωρίσουν, ούτω το έργον του Τέκτονος.
Ίσως άλλοι αδελφοί με κατηγορήσουν, ότι μετέβαλα τον φίλτατο «Πυθαγόραν»
εις άμβωνα, από τού οποίου επιτηδεύομαι τον ιεροκήρυκα. Προς τούτους συνιστώ περισσότερο
να προσέξουν τα γραφόμενά μου, διότι, αν περισσότερο εμβαθύνουν εις ταύτα, θα αντιληφθούν
ότι τα από της στήλης ταύτης εκτιθέμενα δεν αποτελούν απλώς μίαν ανάπτυξη
ηθικής διδασκαλίας, αλλά την ανάλυση ενός συστήματος πρακτικής εξασκήσεως της
ηθικής, τού συστήματος ακριβώς εκείνου επί τού οποίου στηρίζονται τα τυπικά και
αι παραδόσεις του Τάγματός μας.
Οι παραξενευόμενοι εκ των γραφομένων μας ουδέποτε από της μυήσεώς των θα σκέφτηκαν
περί τεκτονισμού. Και αν ακόμη ανήλθαν εις τεκτονικά αξιώματα και ασκώσι
τεκτονικά λειτουργήματα, αν έχουν αντίθετο γνώμη, σημαίνει τούτο, ότι κατά την άσκηση
των λειτουργημάτων των αναγινώσκουν μηχανικώς τα τυπικά και κατόπιν ευθύς
αμέσως τα αφήνουν να κοιμώνται. Εάν ολίγον πρόσεχαν εις το περιεχόμενο των
τυπικών, θα επείθοντο, ότι τεκτονική εργασία είναι ακριβώς εκείνο, το οποίον
ενταύθα αναλύουμε. Θεωρούμε αναγκαίο να
τονίσουμε, και διά τούτο επαναλαμβάνουμε, ότι ο σκοπός της εν Στοά εργασίας δεν
πληρούται, αν μη η Στοά αποτελεί περιβάλλον εμπεφορημένον υπό των τεκτονικών
ηθικών αρχών και της τεκτονικής ιδεολογίας, προς το οποίον περιβάλλον αναγκαίως
αφομοιούται παν αφομοιώσιμον μέλος της Στοάς, ή από του οποίου αποβάλλεται παν το
μη τοιούτον.
Πώς δε γίνεται αυτή η αφομοίωσις;
Είπομεν διά της αλληλεπιδράσεως, διά του παραδείγματος, διά του αμοιβαίου
διαφωτισμού.
Έργον του τέκτονος είναι η άσκηση της αρετής. Η αρετή όμως δεν διδάσκεται
διά λόγων «ου διδακτόν» κατά Πλάτωνα. Με το άκουσμα καμιάς διδαχής με κανένα
ανάγνωσμα δύναται τις να τελειοποιηθεί;.
Δύναται όμως ο έχων τα απαιτούμενα
διά την καλλιέργεια της αρετής στοιχεία να βοηθηθεί εις την αυτοβελτίωση του, αν
ευρεθεί εντός περιβάλλοντος αποτελουμένου εξ ανδρών ενάρετων. Κανένα άθροισμα
ανθρώπων δεν θα γίνει ποτέ Τεκτονική Στοά, αν δεν αποτελείται εκ πεφωτισμένων ανδρών ασκούντων
την αρετή. Καμία Στοά συγκροτημένη από υλικό διαφορετικό δεν θα γίνει πράγματι
Τεκτονική Στοά με το να αναπτυχθούν εις
αυτήν μερικαί ηθικαί διδασκαλίαι. Διά τούτο και αι Στοαί δεν αποτελούν απλά
σχολεία, ή εκπαιδευτήρια, άλλ’ εργαστήρια της βασιλικής
τέχνης, εις τα οποία ουδέν άλλο συντελείται, ειμή μόνον
κατεργασία ψυχών, σφυρηλάτηση χαρακτήρων, μόρφωσης ελευθέρων και χρηστών
συνειδήσεων, πράγματα διά τα οποία απαιτούνται όχι λόγια, άλλα καταβολή
θελήσεως και εργασίας ατομικής προς αυτοβελτίωση και παροχή αμοιβαίας προς τούτο
βοήθειας.
Προς τούτοις απαιτείται και αμοιβαία διαφώτιση των μελών της
Στοάς.
Επί τίνος ; Επί της ιδεολογίας, επί των ηθικών αρχών τού Τάγματος. Η έννοια
της ηθικής βεβαίως είναι μία. Αλ’ αι ηθικαί αρχαί δεν είναι αι αυταί εις όλα τα
συστήματα. Απαιτείται λοιπόν ανάλυσις των ηθικών αρχών του συστήματος, εις το οποίον
ανήκομεν. Ομιλούμεν περί ισότητας, περί αδελφότητος, περί ελευθερίας κ.λ.π. Αλλ’ αι αρχαί αύται περιέχουν έννοιας,
διαφόρους κατά τας διαφόρους αντιλήψεις. Τις είναι η γνησίως σύμφωνος προς την
τεκτονικήν ιδεολογίαν έννοια των αρχών τούτων ; Είναι τούτο ζήτημα αναλύσεως..
Και η ανάλυσις αυτή είναι αντικείμενον εργασίας εν Στοά.
Αι αρχαί αύται πρέπει να έχουν μίαν εδραίαν βάσιν, επί της οποίας
στηρίζονται. Τοιαύτην βάσιν δύναται ν’ αποτελή μόνον μία Κοσμοθεωρία. Τοιαύτην
Κοσμοθεωρίαν περιλαμβάνει και ο τεκτονισμός, διότι άλλως δεν θα ηδύνατο να στηρίξη
καί δικαιολογήση τό ηθικοκοινωνικόν του σύστημα. Και την Κοσμοθεωρίαν ταύτη εν τη
συμβολική Στοά έχουν διατυπώσει οι ιδρυταί του τάγματος εις τα σύμβολα της
διακοσμήσεως του τεκτονικού Ναού και εις τάς αλληγορίας των μυήσεων.
Τά σύμβολα ταύτα και αί αλληγορίαι δεν έχουν μόνον ηθικήν έννοιαν.
Ο τυχόν ισχυριζόμενος τούτο είναι ατελώς μεμυημένος εις τα τεκτονικά
μυστήρια. Την κοσμοθεωρίαν όμως, ήτις κρύπτεται υπό τα τεκτονικά σύμβολα, δεν
δυνάμεθα να αρυσθώμεν εν τη συμβολική Στοά ειμή μόνον δι’ ερμηνείας των
συμβόλων τούτων και των αλληγοριών των μυήσεων. Απαιτείται όθεν να γίνεται εν
τη Στοά και τοιαύτη ερμηνευτική ανάλυση διά να δυνηθώσιν οι αδελφοί της Στοάς να
γνωρίσουν τό σύστημα εις το οποίον ανήκουν, διά να αποκτήσουν και αυτοί τό αναγκαία
προς στήριξη των ηθικών αντιλήψεων των, φιλοσοφικό έρεισμα.
Η φιλοσοφική
ερευνά είναι αναγκαία διά τον τέκτονα και δι’ άλλον λόγο ακόμη σπουδαιότερο, ο έχων
ανεπαρκείς γνώσεις περί του Σύμπαντος, περί τών λειτουργιών του και περί του αρχικού
αιτίου είναι περιορισμένο πνεύμα. Το περιορισμένο πνεύμα, τού οποίου ο ορίζων των
αντιλήψεων δεν επεκτείνεται πέραν τού εγώ του, ή το πολύ πέραν της οικογένειας
του, είναι εγωιστικόν. Η εγωιστική όμως αντίληψη αντίκειται προς τας
θεμελιώδεις ηθικάς του τεκτονισμού αρχάς.
Ο εγωιστής δεν δύναται να γίνει ποτέ τέκτων, και εάν
τυπικώς λάβει τον τίτλο τούτον. Διά να γίνει λοιπόν ο τέκτων πράγματι τοιούτος,
πρέπει να ευρύνει τας αντιλήψεις του διά της φιλοσοφικής έρευνας, Πρέπει να διαστείλει
το εγώ του
μέχρι τού άπειρου διά να δύναται να αντιληφθεί την ευρύτητα της καθολικής αγάπης
και αδελφότητος. Πρέπει να εθισθεί εις την ελευθερία και την αμεροληψία της
φιλοσοφικής σκέψεως διά να δύναται να κρίνει δικαίως και αμερολήπτως και τα φαινόμενα
τού πρακτικού βίου. Πρέπει ο τέκτων να αισθανθεί την ζωή τού Σύμπαντος διά να δυνηθεί
να συλλάβει την αντίληψη, ότι είναι πολίτης τού Σύμπαντος και ούχί πολίτης μιας
πολιτείας ορισμένης ή μέλος μίας μόνης οικογένειας. Διότι εν τη αντιλήψει ταύτη
της εννοίας τού πολίτου τού Σύμπαντος έγκειται η αληθής τού ανθρώπου ελευθερία και
η απελευθέρωσης αυτού από της δουλοσύνης των παθών, του φόβοι και των ευτελών
ελπίδων.
Η φιλοσοφική ζήτησης όθεν αποτελούσα ανάγκην διά το
πνεύμα τού τέκτονος, αποτελεί συνάμα και σπουδαίο αντικείμενο της εργασίας των
Στοών.
Αναγκαία επίσης είναι και η ανάλυση, ιδίως εις τα
νέα μέλη των Στοών, της Ιστορίας του Τεκτονισμού και των στοιχείων του διοικητικού
οργανισμού των Στοών και του τεκτονικού Τάγματος εν γένει καθόσον η βαθειά
τούτων κατανόηση και ευσυνείδητος εφαρμογή εμπεδώνει εις το πνεύμα των τεκτόνων
τας αντιλήψεις περί συντάξεως μιας όντως ελευθέρας και καλώς οργανωμένης
πολιτείας και βοηθά αυτούς να εφαρμόζωσι τας ελευθέρας συνταγματικός αρχάς εν
τη πρακτική του πολίτικου αυτών βίου, αρχάς άνευ των οποίων είναι ανέφικτος η
κοινωνική γαλήνη και Πρόοδος.
Εάν εις μίαν Στοά η εργασία διεξάγεται σε γενικές γραμμές καθ’ ον αναπτύξαμε
τρόπον, και εάν αι μυήσεις και αι τεκτονικές λειτουργίες εν γένει τελούνται με
σοβαρότητα, τάξη, επιβλητικότητα και βαθειά επίγνωση του σκοπού, τον οποίον πληρούνε,
και των εννοιών, τας οποίας περιέχουν, βεβαίως η εργασία αύτη θα έχει
αποτέλεσμα την μόρφωση ανδρών σοβαρών, χρηστών, ενάρετων και πεφωτισμένων,
ικανών και το μέγιστο δυνατόν αγαθόν δι’ εαυτούς να παρασκευάσουν και στοιχεία κοινωνικής προόδου και
ευημερίας ν’ αποτελέσουν.
Πυθαγόρας
Μάρτιος 1924 Τεύχος 3
Αντ. Γ. Αδριανόπουλος.
31ος
** Προσαρμογή στην καθομιλουμένη Κ.Φ. 2018