Προλήψεις και Δεισιδαιμονίες
Ορισμός προλήψεως: Ο
όρος «πρόληψη» ανήκει στον Επίκουρο.
Έκτοτε όμως, πολλοί ασχολήθηκαν και
δεκάδες ορισμοί δόθηκαν τόσο στη φιλοσοφία και ψυχολογία, όσο και στη
λαογραφία.
Απ’ αυτούς διάλεξα δύο πού δόθηκαν από τούς κορυφαίους λαογράφους μας
Νικόλαο Πολίτη και Δημήτριο Λουκάτο.
Πρόληψη, λέει ο Πολίτης, «ονομάζομε
ιδέαν πεπλανημένη, προς την οποίαν αναγκάζονται να κανονίζωσι τας πράξεις των και
αυτοί οι αναγνωρίζοντες, ότι εναντιούται προς τον ορθόν λόγον».
Για κάμποσο καιρό, οι πιο πολλοί άνθρωποι
θεωρούν αυτή την ιδέα ως αληθινή και τότε είναι κοινωνικός θεσμός, θρησκευτική
δοξασία ή πλάνη, δεν είναι όμως πρόληψη με τις αισθήσεις.
Αλλ’ όταν εκλείπει η πίστη για την ορθότητα της, όταν μόνο λίγοι απομείνουν
«οι ειλικρινείς και από χρηστού συνειδότος προσηλωμένοι» σ’ αυτή, οι δε
περισσότεροι δεν έχουν ούτε τη θέληση ούτε τη δύναμη να την καταπολεμήσουν ως
ψευδή, τότε η πλάνη μεταβάλλεται σέ πρόληψη.
Π ρ ο λ ή ψ ε ι ς, σύμφωνα με τον ορισμό πού δίνει ο καθηγητής της Λαογραφίας Δημ.
Λουκάτος, είναι οι προκαταλήψεις πού έχει από παράδοση σχηματίσει ο λαός για
τίς κακές επιδράσεις ορισμένων ενεργειών ή συμπτώσεων και για την ανάγκη
αποφυγής τους.
Εκτρέφουν τίς προλήψεις, η αμάθεια, οι συμπτώσεις, η κακή αγωγή, τα ήθη και
τα έθιμα, οι έξεις, το μη αυτεξούσιο του λογισμού και προπαντός, η αδυναμία του
χαρακτήρα.
Οι προλήψεις αποτελούν εμπόδια - φραγμούς, πού ανακόπτουν την πρόοδο και
πολλοί λίγοι είναι εκείνοι, πού έχουν την ψυχική δύναμη να τούς ξεπεράσουν.
Λένε λόγου χάρη, για τον Αίσωπο, ότι κάποτε πού το αφεντικό του τον
έστειλε στο λουτρό να δει να ήταν πολλοί άνθρωποι εκεί, αν και είδε ολάκερο πλήθος,
όταν γύρισε στον αφέντη του του είπε πώς μόνο έναν άνθρωπο βρήκε, γιατί στην
είσοδο· τού λουτρού υπήρχε μια πέτρα, πάνω στην οποία σκόνταφταν όλοι, ό σοι
μπαινόβγαιναν, ένας δε μόνο φρόντισε να μετακινήσει την πέτρα, ενώ όλοι οι
άλλοι φοβόνταν να τη μετακινήσουν.
Κατηγορίες προλήψεων:
Η πρόληψη, λέει ο Νικόλαος Πολίτης, είναι «πολυκέφαλον
τέρας δυσανταγώνιστον, επιφαινόμενον εν πάση περιστάσει τού βίου και τα πάντα
διαφθείρον», γιατί υπάρχουν προλήψεις θρησκευτικές, ηθικές, κοινωνικές και
πολιτικές.
Ορισμός δεισιδαιμονίας:
Δεισιδαιμονία είναι η δοξασία για την εχθρική παρουσία και επενέργεια των
δαιμόνων και των δαιμονικών, ο υπό των δαιμόνων φόβος.
Η λέξη δεισιδαιμονία είναι σύνθετη και παράγεται απ’ τη ρίζα «δειδ» τού
ρήματος δείδω, πού θα πει φοβάμαι και απ’ τη λέξη «δαίμων».
Επομένως, η λέξη δεισιδαιμονία σημαίνει φοβάμαι τούς δαίμονες.
Επειδή δε κατά την αρχαιότητα η λέξη δαίμων σήμαινε το Θεό, η δεισιδαιμονία
δεν είχε τη σημερινή κακή σημασία, αλλά σήμαινε τη θεοσέβεια.
Η έννοια αυτού τού όρου διατηρήθηκε ως τίς αρχές τού Γ' μ.κ.χ.. αιώνα.
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς μεταχειρίζεται το ρήμα «δεισιδαιμονώ» (Προτρεπτικός
πρός Έλληνας I, 103) αντί τού λατρεύω.
Επίσης, στις Πράξεις των Αποστόλων (ΙΖ' 22) πού γράφτηκαν στις αρχές τού
Γ' μ.κ.χ. αιώνα, ο Απόστολος Παύλος μιλώντας πρός τούς Αθηναίους, τούς αποκαλεί «δεισιδαιμονεστάτους»
αντί «ιθεοσεβεστάτους».
Ήδη όμως, απ’ τα τέλη τής Α' π.κ.χ. εκατονταετηρίδας, παράλληλα με τούτη τη
σημασία τού όρου, συνυπάρχει και μία άλλη, η οποία πλησιάζει τη δεισιδαιμονία,
όπως την εννοούμε σήμερα.
Σύμφωνα με τη δεύτερη σημασία τού όρου, η δεισιδαιμονία θεωρείται
θρησκευτική δοξασία, πού είναι θεμελιωμένη έξω τής κοινώς παραδεδεγμένης πίστεως.
Τη σημασία τούτη, τη συναντάμε στο «περί δεισιδαιμονίας» κεφάλαιο
των «χαρακτήρων» τού Θεόφραστου.
Η μετάπτωση αυτή εξηγείται ως εξής:
Ο σεβασμός πρός τούς θεούς, όπως συμβαίνει ακόμα, και σήμερα, εννοείται ως
μια κάποια μορφή φόβου , λ.χ. είναι θεοφοβούμενος, λέμε εμείς οι Νεοέλληνες.
Ο φόβος όμως αυτός με την πάροδο τού χρόνου έγινε τέτοιος, ώστε πίσω απ’ την
έννοια τού Θεού να κρύβεται κάτι το φοβερό για τούς θνητούς, έτσι πού να
νομίζονται ότι οι Θεοί είναι πρόξενοι όλων των δυστυχιών του ανθρώπου, όντα
υπερφυσικά, πού πρέπει να εξευμενιστούν με κάθε τρόπο:
Ο δεισιδαίμων φοβάται μήπως κάνει ή μήπως παραλείψει να κάνει κάτι και
επισύρει την οργή Θεών, αγνώστων στη θρησκεία, πού πιστεύει.
Με την πίστη προπαντός, ότι εμμένει στα δόγματα τής ίδιας αυτού θρησκείας,
εκτελεί χωρίς να γνωρίζει, τα παραγγέλματα μιας θρησκείας πού εξέλιπε, και
τούτα ατελή, διεστραμμένα και παραμορφωμένα.
Έτσι, σιγά - σιγά η λέξη ξέφυγε απ’ την αρχική της έννοια και κατάντησε να
σημαίνει «θρησκόληπτος» και «δαιμονόφοβος».
Με τη διατύπωση ενός συγκεκριμένου και ανεπίδεκτου ελαστικότητα: ορισμού
τής
δεισιδαιμονίας, σαν φαινομένου τού βίου των λαών, ανέκαθεν υπήρξαν διαφωνίες
και καθένας, ξεκινώντας, απ’ τη δική του φιλοσοφική σκοπιά, διατύπωσε δικό του
ορισμό.
Ο Πλούταρχος, στο «περί δεισιδαιμονίας» βιβλίο του, καθορίζει
τη δεισιδαιμονία, ως «πάθος εκ ψευδούς λόγου γεννώμενο», προτιμά δε τον
άθεο από τον δεισιδαίμονα, γιατί ο μεν άθεος αρνιέται ολοκληρωτικά τον Θεό, ο δε
δεισιδαίμονας τού προσδίδει απρεπείς ιδιότητες.
Και τής δεισιδαιμονίας δόθηκαν πολλοί ορισμοί.
Πιο κοντά στις σημερινές αντιλήψεις για τη δεισιδαιμονία, είναι ο ορισμός τού
Κάντιου. «Δεισιδαιμονία», λέγει ο Κάντιος, είναι η κλίσις πρός θεμελίωσιν
πίστεως επί ζητημάτων μη διασαφηθέντων έτι υπό των φυσιολογικών νόμων» (Steit D., Fakyitatain A., 112).
Το κράτος τής δεισιδαιμονίας είναι ευρύτατο και απέραντο.
Εξικνείται στα πέρατα τής οικουμένης. Λαοί, άγριοι και πολιτισμένοι, υπακούνε
στα κελευστά της, η διαφορά είναι μόνο ποιοτική.
Στους άγριους λαούς, η δεισιδαιμονία διατηρεί την στυγνή και αποτρόπαια όψη.
Της, ενώ στους πολιτισμένους έχει χαρακτήρα ηπιότερο και τίς πιο πολλές φορές
ακίνδυνο.
Λόγου χάρη: Ο άγριος τής Νέας Ζηλανδίας τρώει το αριστερό μάτι τού
νικημένου αντιπάλου του, πιστεύοντας ότι παίρνει μαζί και τη δύναμή του, ενώ στην
Ελλάδα οι
μανάδες δεν δίνουν στα παιδιά τους να φάνε μυαλό κοκοριού για να μη γίνουν κοκορόμυαλα,
ή δεν τ’ αφήνουν να φάνε πρόβεια γλώσσα για να μη γίνουν δικηγόροι.
Άλλο παράδειγμα: Οι Αναμίτες Σεδάγκ
(Ασιατικός Λαός) όταν χτίζουν σπίτι, ανοίγουν ένα βαθύ λάκκο και ρίχνουν μέσα
ζωντανό ένα δούλο, έπειτα πάνω σ’ αυτό το ζωντανό θύμα, βάζουν το πρώτο θεμέλιο
παλούκι τού σπιτιού, πιστεύοντας ότι θα στεριώσει το σπίτι.
Το ίδιο πιστεύομε κι’ εμείς' μόνο
πού, δε χτίζουμε πια τού πρωτομάστορα τη γυναίκα, όπως αναφέρει το δημοτικό τραγούδι,
για το περίφημο γεφύρι τής Άρτας, αλλά σφάζουμε στα θεμέλια τού σπιτιού έναν κόκορα
ή κριάρι, ή και σκυλί ακόμη, για να στοιχειώσει το σπίτι.
Πηγές της δεισιδαιμονίας
Η αρχική εμφάνιση των δεισιδαιμόνων αντιλήψεων οφείλεται στην προσπάθεια τού
ανθρώπου αφ’ ενός μεν να εξηγήσει, να αναλύσει και να ταξινομήσει τα φαινόμενα
τής φύσεως, αφ’ ετέρου δε να ρυθμίσει τις πράξεις του σύμφωνα με τα δεδομένα.
Ο αρχέγονος άνθρωπος, παρόλο πού χρησιμοποίησε όλη την πενιχρή πείρα του
κι’ εξάντλησε όλη την κριτική του δύναμη δε μπόρεσε να εξηγήσει ορισμένα
φαινόμενα τής φύσεως, λ.χ.
διαδοχή ημέρας και νύχτας, αστραπές και βροντές κ.λ.π. και τού οργανισμού
του, π.χ. ασθένειες, όνειρα, θάνατος κ.λ.π.
Η τάση του δε αυτή να θεμελιώσει δοξασίες για ζητήματα πού είναι ανώτερα απ’
τη νοητική δύναμη τού ανθρώπου
υπήρξαν η πρωταρχική πηγή των δεισιδαιμονιών.
Αργότερα επέδρασσαν στη διαμόρφωσή τους πολλοί και διάφοροι παράγοντες.
Αν εξετάσουμε με κάθε επιμέλεια την πληθώρα των δεισιδαιμονιών, θ’ αντιληφθούμε
ότι είναι λαογραφικά υπολείμματα, ή επιβιώσεις είτε παμπάλαιων και εντελώς
πρωτογόνων μαγικών κυρίως δοξασιών και εθίμων, είτε λείψανα παλαιότατων αστρολογικών
δοξασιών ή και λατρευτικών
εθίμων.
Και για να μεταχειρισθώ τα λόγια τοι Πολίτη , «είναι
συντρίμματα δοξασιών λησμονημένων, αμυδρά ζώπυρα εκ τής φωταυγούς εστίας
καταλυθεισών θρησκειών των παρωχημένων χρόνων».
Γι’ αυτό ακριβώς, ενώ μάταια ψάχνουμε να βρούμε τη δικαιολογητική βάση των
δεισιδαιμονιών στις ιδέες πού επικρατούν σήμερα, τη βρίσκουμε στη λατρεία των
προγόνων μας, ή άλλων παλαιοτέρων λαών και με την βοήθεια των δοξασιών αυτών
«περί θεών», εξηγούμε με ευχέρεια τα παράδοξα και ακατάληπτα κελεύσματα τής
δεισιδαιμονίας.
Γιατί η γνώση, πού αποκτούμε από άλλες πηγές, για
τις θρησκείες πού εξέλιπαν, μάς βοηθάνε να αποκαταστήσουμε τη συνοχή των
λειψάνων τους, πού διασώθηκαν στις δεισιδαιμονίες και στο να προσθέσουμε τούς
κρίκους πού έλειπαν απ’ τη σπασμένη αλυσίδα πού μάς συνδέει με τον αρχαίο
κόσμο.
Αρκούμαι να αναφέρω λίγα παραδείγματα, πού βεβαιώνουν αυτή τη σχέση.
Είναι γνωστός σέ όλους ο Μάρτης, όπως λένε σ’ όλη την Ελλάδα τις κόκκινες
ή χρυσαφένιες ή κίτρινες κλωστές, πού δένουν οι μανάδες στα χέρια των παιδιών
τους, για να μην τα κάψει ο
πρωτομαρτιάτικος Ήλιος. Η ίδια συνήθεια, όπως μας πληροφορεί σέ μια ομιλία του
ο
Χρυσόστομος, υπήρχε και στον Ε' αιώνα μ.κ.χ. Επίσης, από μία ομιλία τού Χρυσοστόμου,
στην οποία ο άγιος πατέρας καυτηριάζει αυτή την συνήθεια, προκύπτει ότι αυτή
ήταν πολύ παλιά. Και πραγματικά ήταν λείψανο τής αρχαίας Ελληνικής λατρείας,
γιατί τη συναντάμε στα
Ελευσίνια μυστήρια.
Ο Μάρτης είναι η κρόκη ,
πού φορούσαν οι μύστες στο δεξί χέρι και πόδι, αποδίδοντας σ’ αυτή κάποια,
άγνωστη σ’ εμάς, συμβολική σημασία.
Άλλο παράδειγμα: Η απαγόρευση τής τελέσεως των γάμων το Μάη μήνα είναι
κοινή όχι μόνο οι Έλληνες, άλλα και όλοι οι άλλοι Ευρωπαϊκοί λαοί θεωρούν δυσοίωνη
την τέλεση των
μαγιάτικων γάμων.
Πολλές εκδοχές κυκλοφορούν για το
δικαιολογητικό λόγο αυτής τής δεισιδαιμονίας, άλλα καμμιά δεν φαίνεται
πειστική. Μερικοί λένε, ότι το Μάη
γιορτάζει η άγρια Μαύρα και άρα ότι κάνει κανείς αυτό το μήνα, θα είναι κακά και
μαύρα.
Η δικαιολογία αυτή θα μπορούσε να
είναι αληθινή μόνο για τους ορθόδοξους.
Άλλοι λένε, πώς ο Μάης είναι ο
μήνας πού ζευγαρώνουν τα γαϊδούρια.
«Να ήμουν το Μάη γάιδαρος», λέει μία
παροιμία, «το θεριστή κριάρι κι όλο το χρόνο κόκορας και γάτος το Γενάρη».
Συνεπώς, αποφεύγουν όλοι να παντρευτούν αυτό το μήνα για να μην κακοχαρακτηριστούν παρομοιαζόμενοι με τα γαϊδούρια. Αλλά είναι
φανερό, ότι αυτή η δικαιολογία λέγεται χάριν αστειότητας.
Την αληθινή ερμηνεία τής δεισιδαιμονίας μάς τη δίνει η
λατρεία των αρχαίων Ρωμαίων.
Το Μάη μήνα γιόρταζαν οι Ρωμαίοι τα Λ ε μ ο υ ρ ά λ ι
α, γιορτή , πού ήταν αφιερωμένη, στους καταχθόνιους δαίμονες. Γι’ αυτό ακριβώς,
οι μέρες τού Μάη θεωρούνταν αποφράδες και ήταν απαγορευμένοι οι γάμοι, για να μη
δυστυχήσουν εκείνοι πού θα παντρεύονταν.
Είναι ανάγκη να πούμε πώς, σύμφωνα με τον νόμο τής επιβιώσεως,
διατηρούνται στο παρόν, απλώς και μόνο γιατί υπήρξαν πριν κι όχι για κανένα
άλλο λόγο, πολλά ίχνη τού παρελθόντος.
Υποβοηθούν δε και άλλα αίτια στο να γίνει η διατήρηση αυτή
πιο διαρκής και κάθε φορά ένα απομεινάρι τού παρελθόντος παρουσιάζεται και με μία
καινούργια μορφή.
Τα αίτια αυτά είναι κυρίως ψυχολογικά.
Τα κυριότερα απ’ αυτά είναι: Διηγήσεις διάφορες. Η Μαντική
και η Μαγεία.
Οι μαγικές οδηγίες για εξιλασμό ή δέσμευση των υπεράνθρωπων
δυνάμεων, καθώς και οι οδηγίες για την επήρεια των ουρανίων σωμάτων στις τύχες
των ανθρώπων, περιέχονται στα μαγικά βιβλία. Τα περισσότερα απ’ αυτά πού
περισώθηκαν μέχρι σήμερα τέτοια, Ελληνικά βιβλία γράφτηκαν τον Γ’ και Δ' αιώνα
μ.κ.χ., βρέθηκαν δε στην Αίγυπτο, σε παπύρους.
Απ’ αυτά έχουν την αρχή τους και οι πολύ γνωστές στο λαό μας Σολομωνικές και τα Ιατροσόφια.
Απ’ αυτά δε τα βιβλία πηγάζουν οι περισσότερες δεισιδαιμονίες τού
Ελληνικού λαού.
Σ’ αυτά βρίσκουμε και την εξήγηση δεισιδαιμονιών γιατί, άλλες μεν απ’
αυτές γίνεται φανερό ότι προήλθαν από την υποτιθέμενη επήρεια των αστέρων στον
ανθρώπινο βίο. άλλες δε απ’ τη σχέση τού διαβόλου με τον άνθρωπο κι άλλες που
είναι στρεβλωμένες, ή με την πάροδο τού χρόνου παραφθαρέντα παραγγέλματα τής
αρχαίας θρησκείας.
Οι δε υπόλοιπες δημιουργήθηκαν στα μεταγενέστερα χρόνια με τούς ίδιους
κανόνες, πού γίνονταν οι δεισιδαιμονίες
και στους αρχαίους.
Απ’ τούς κανόνες αυτούς, θα αναφέρω μόνο τον κανόνα τής αναλογία ς. στον όποιο χρωστάμε ένα πολύ μεγάλο αριθμό
δεισιδαιμονιών. Ο δεισιδαίμων υποθέτει πώς υπάρχει κάποια σχέση μυστηριώδης και
συγγένεια ανάμεσα στα όμοια πράγματα και σύμφωνα με την ανύπαρκτη αυτή σχέση
κανονίζει τις πράξεις του.
Συνηθέστατα, ή ομοιότητα παρατηρείται μόνον στα ονόματα, κι' έτσι δημιουργούνται
δεισιδαιμονίες από λογοπαίγνια, π.χ.
Ο Σεπτέμβρης μήνας, κοινώς τρυγητής, ονομαζόμενος, νομίζεται
στην Κέρκυρα ακατάλληλος για γάμους, γιατί τρυγάει και θερίζει το αντρόγυνο.
Στη Σύμη δεν παντρεύονται το Σάββατα τής Τ υ ρ ι ν ή ς για
να μην τυραννιόνται.
Φαίνεται δηλαδή καθαρά πώς κι’ αυτή και άλλες
δεισιδαιμονίες γεννήθηκαν απ’ την κωμική παρετυμολογία. των ονομάτων.
Έτσι δημιουργήθηκε μια ανεξάντλητη πηγή δεισιδαιμονιών, πού δεν υπάρχει
ελπίδα να εξαλειφθούν ολοσχερώς απ’ το ανθρώπινο γένος. Μοιάζουν με το χιόνι τού
Χελμού, το οποίο, όπως λέει ένα δημοτικό τραγούδι:
Ώσπου να λειώσει το παλιό
καινούργιο το πλακώνει.
Στην διαιώνιση των παραδεδεγμένων δεισιδαιμονιών, δεν συνέβαλε λίγο και η
εκμετάλλευση των επιστημονικών εφευρέσεων από παλαιούς εφευρέτες.
Είναι γνωστό ότι τα πολύ παλιά χρόνια οι Ιέρειες τής Αρτέμιδας
χρησιμοποιούσαν στρώματα ασβεστίου κάτω από τα πέδιλα τους, έτσι ώστε να περπατάνε
πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα.
Το Βατικανό, τροφοδοτούσε σκόπιμα την δεισιδαιμονία για την κόλαση,, τον
Παράδεισο και την άφεση των αμαρτιών και γέμιζε τα θησαυροφυλάκιά του με άφθονα
χρήματα, χορηγώντας τα περίφημα συγχωροχάρτια.
Κ α τ α π ο λ έ μ η σ η δεισιδαιμονίας:
Πολλοί όμως ήταν εκείνοι πού προσπάθησαν να καταπολεμήσουν την
δεισιδαιμονία των λαών.
Απ’ αυτούς αναφέρουμε τον Ηράκλειτο, τον Ξεν0φάνη και τον Θεόφραστο, πού
έγραψε ξεχωριστό κεφάλαιο στους «Χαρακτήρες» του, στο οποίο δίνει την εικόνα
τού δεισιδαίμονα. Επίσης, ο Πλούταρχος έγραψε
ειδικό βιβλίο για την δεισιδαιμονία.
Παρ’ όλα αυτά όμως, οι απλοϊκοί άνθρωποι δεν μπόρεσαν να απαλλαγούν από
τούς αδικαιολόγητους φόβους και τις προλήψεις.
Ο ρόλος των
δεισιδαιμονιών στην ζωή των ανθρώπων.
Υπάρχουν, λέει ο
Κρισναμούρτι, τρία αμαρτήματα, που προξενούν περισσότερο κακό απ’ όλα τ’ άλλα στον
κόσμο.
Η κακολογία, η σκληρότητα και η δεισιδαιμονία . Γιατί είναι αμαρτήματα κατά
τής αγάπης.
Ο άνθρωπος πού θέλει να γεμίσει την καρδιά του με την αγάπη
τού θεού, πρέπει να προφυλάγεται αδιάκοπα απ’ αυτά τα τρία αμαρτήματα. Η δεισιδαιμονία
έχει προκαλέσει φρικιαστικές σκληρότητες
Πολλά εγκλήματα έκαναν οι άνθρωποι εν ονόματι τού Θεού
τής Αγάπης, με κίνητρο αυτόν τον εφιάλτη τής δεισιδαιμονίας.
Να είσαι επομένως πολύ προσεκτικός, για να μη μείνει
σέ σένα το ελάχιστο ίχνος δεισιδαιμονίας.
Το μεγαλύτερο κακό πού προκαλεί η δεισιδαιμονία είναι
ότι δεσμεύει την ελευθερία τής βουλήσεως, επισκοτίζει την διάνοια τού ανθρώπου,
τον κάνει διαρκώς να φοβάται από ανύπαρκτους κινδύνους και τον εξαναγκάζει πολλές
φορές σέ έργα άσκοπα και επιβλαβή.
Ο Ελευθεροτεκτονισμός, πού είδε κατά το 18ο αιώνα, να
ακμάζει η δεισιδαιμονία στα διάφορα συστήματα του, την καταπολεμάει έντονα
καταδικάζοντας την.
Η δεισιδαιμονία για τούς, τέκτονες θεωρείται ως
ελλιπής γνώση ,η οποία μπορεί να οδηγήσει σέ εσφαλμένα πορίσματα και σ’ εσφαλμένες
ενέργειες ηθικής ή κοινωνικής φύσεως.
Υπ’ αυτή την έννοια, ο Ελευθεροτεκτονισμός είναι
άσπονδος εχθρός τής δεισιδαιμονίας, γιατί την αληθινή έννοια τής εργασίας του,
πρέπει να την αναζητεί διαρκώς στην προσπάθεια για την ύψιστη τελειοποίηση τής
ανθρώπινης υπάρξεως και γνώσεως.
Αυτό προκύπτει άλλωστε από τα τυπικά του, επισφράγισμα
των όποιων αποτελούν τα λόγια τού μεγάλου Τέκτονα Μότσαρτ στο «μαγεμένο αυλό»,
πώς «στο τέλος οι γνωστικοί θα νικήσουν και οι προλήψεις θα εξαφανιστούν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου