…..Πάνε νύχτες όχι πολλές, μια αλλόκοτη
ονειροφανταξιά γιόμισε ίδρωτα το κορμί μου.
Πλημμύρισε
σκέψεις το μυαλό μου και ερμηνεία γύρευε να βρω στης αλήθειας και του ήλιου το
φως, νικήτρια του σκότους και των ψεμάτων.
«Μάζευα,
λιόλουστο πρωινό μόνος, σε ένα χέρσο χωράφι, βώλους, απ' αυτούς που, στα
παιδικά μας χρόνια, με τα συνομήλικα γειτονοπούλα, αμέριμνα παίξαμε.
Μα, κάθε τρεις και
λίγο, με κοντοζύγωναν σκιές συγγενών, γνωστών και φίλων, και ζωντανών και όσων έχουν φύγει από χρόνους.
Δε φοβόμουν, μα απορούσα.
Τι
να θέλουνε από μένα;
Μιλούσανε, ακούγανε,
οσφραίνονταν, μ' ακούμπαγαν, αλλά εγώ τους
άκουγα χωρίς να τους βλέπω και να μπορούσα να τους χαϊδέψω.
Και
ξάφνου, εμφανίζεται, απροειδοποίητα και εκεί, η Αριάδνη,
του δικαστή και πρωταφέντη, του Μίνωα, η πρώτη
θυγατέρα!
Τρεις
χρόνους και τρεις μήνες «είχα να την ιδώ, να την ανταμώσω», με το
κόκκινο σαν αίμα κουβάρι της.
Ήταν
έτοιμη να μου το δώσει.
Ήμουνα
πανέτοιμος να το βάλω στις χούφτες μου,
για να βγω από εκείνον τον περίεργο λαβύρινθο που μ’ έβαλε ο έρωτας.
Γυρίζοντας,
όμως, το βλέμμα μου στα γαλανά μάτια και τα ξανθά
της μαλλιά, τη βλέπω να κανακεύει ένα γελαστό μωρό (: «λάφυρο ή ενθύμιο» από το
Θησέα και απ’ τα όνειρα μιας «μεγάλης ζωής», που έμειναν λειψά ) και, μόλο που
μου χαμογελούσε, άρχισε ν'
απομακρύνεται.
Έτρεξα
μεμιάς ξωπίσω της, την έφτασα.
Φιληθήκαμε
στα μάγουλα, την κουβέντα αρχίσαμε, εγώ
για τα τωρινά μου, εκείνη για τα περασμένα της.
Κι
όταν ήλθε πιο κοντά και στην παλάμη μου το κουβάρι
της ήταν έτοιμη ν' αποθέσει, ο ουρανός γιόμισε ηλιαχτίδες
κόκκινες και καυτές, μα...»
Πριν
προλάβω το νήμα να πάρω, χάθηκε και η
Αριάδνη και αυτό μαζί του!
Και
ξέρεις τι βλέπω , μόλις τα μάτια μου άνοιξα, ξυπνώντας και χωρίς παρωπίδες, τι ακούω χωρίς ωτοασπίδες, τι νιώθω να κυλά στο αίμα μου;
Η
ζωή είναι γιομάτη
στροφές και ανατροπές.
Στις
στροφές θέλει προσοχή, για να μη ζαλιστείς από την απότομη άνοδο ή προσγείωση .
Στις
ανατροπές, για να μείνεις όρθιος κι αξιοπρεπής εμπρός στον καθρέφτη σου, να αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου
ακόμα και αν άμυαλοι περιφρονητάδες της καρδούλας σου
ως «γραφικό» δεν σου δώσουν ούτε ένα ψιχίο αγάπης μα σαν «απόβλητο» σε απορρίψουν και σε περιθωριοποιήσουν.
Έχοντας όμοια με της
Αριάδνης τη φωνή και την όψη, μια νεράιδα,
πριν χρόνια, με συμβούλεψε να μη σωριάζω ποτέ πίκρα στα σωθικά μου και μου είπε, θυμάμαι ακόμα και τώρα, το άδολο παιδικό παραμύθι της γιαγιάς, ότι όλοι
οι άνθρωποι κάπου, κάπως, κάποτε θα
βγούμε, παρά τις «Συμπληγάδες», από το λαβύρινθο, θα ξανανταμώσουμε στο ηλιόφως
και θα ξαναδούμε όσους, αλαζόνες, τώρα τη
γήινη εικόνα, μας αρνήθηκαν και μας
λαβώνουν, θα ξανασμίξουν οι δρόμοι μας με τους δικούς τους, ίσως όπως των
ληστών, που ανάμεσα τους, μετά από
μια φουσκοθαλασσισμένη ζήση τους, βρήκανε τον Διόνυσο, για να τους συχωρέσει και την
αληθινή αγάπη να τούς διδάξει, ως μόνη της ψυχής διέξοδο και λύτρωση από τα σωματικά ελαττώματα και τις
μισάνθρωπες τους , ανόητες, αλλά
ανθρώπινες, σκέψεις.
Και
ίσως τότε τον έρωτα και το χαμόγελο, που οι ονειροφανταξιές, μας υπόσχονται και κάποιοι φαντασμένοι,
θύματα κι οι ίδιοι - δίχως να το ξέρουνε - μιας ασύνετης
κομπορρημοσύνης, μας στερήσανε, θα χαρούμε
και θα μοιραστούμε…….
Π.Α.
Π.Α.