«- Γνωρίζετε βέβαια ὅτι πρὶν γείνει μία η Ἰταλία, ἡ νῆσος μας ἦτο παράρτημα τοῦ βασιλείου τῆς Νεαπόλεως καὶ ὅτι ἐμίσουν οἱ Σικελοὶ τοὺς Νεαπολίτας ὅσον οἱ Πολωνοὶ τοὺς Μοσχοβίτας. Καὶ ὄχι μόνον τοὺς ἀπεστρέφοντο ὡς ἀλλοφύλους καὶ τυράννους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπεριφρόνουν ὡς ἀνάνδρους. Κατὰ τὴν ἐποχὴν λοιπὸν ὅπου τὸ μῖσος κατὰ τῆς Νεαπόλεως εὑρίσκετο εἰς τὴν ἀκμήν του, ὀλίγους μήνας μετὰ τὴν καταστολὴν τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1848 καὶ τὸν βομβαρδισμὸν τῆς Μεσσίνας, Ναπολιτάνος στρατιώτης τῆς φρουρᾶς τοῦ Παλέρμου ὀνομαζόμενος Σάνδρος ἔτυχε νὰ μαχαιρώσῃ δι᾿ ἐρωτικοὺς λόγους τὸν λοχίαν του καὶ νὰ καταδικασθῇ εἰς θάνατον ὑπὸ τοῦ στρατοδικείου. Ἡ ἐκτέλεσις ὅμως τῆς ἀποφάσεως ἐπρόσκοπτε κατὰ τῆς ἑξῆς σπουδαίας δυσχερείας, τὴν ὁποίαν εἶχαν λησμονήσει νὰ λάβουν ὑπ᾿ ὄψιν των οἱ στρατοδῖκαι· ὅτι τὴν κακὴν ἰδέαν τῶν Σικελῶν περὶ τῆς ἀνδρείας τῶν στρατιωτῶν τοῦ βασιλέως Φερδινάνδου θὰ ἐπεκύρωνε καὶ θὰ ἐκορύφωνεν ἡ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐκτελέσεως δειλία τοῦ καταδίκου. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Ναπολιτάνος δύναται νὰ φανῇ ἀνδρεῖος μόνον ὅταν εἶναι θυμωμένος ἢ μεθυσμένος, ὄχι ὅμως καὶ ν᾿ ἀντικρύσῃ τὸν θάνατον μὲ ψυχραιμίαν. Τὴν ἀνησυχίαν ταύτην ηὔξανεν ἡ συμπεριφορὰ τοῦ καταδικασθέντος, ὅστις δὲν ἔπαυε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ ὀδύρεται εἰς τὴν φυλακήν του. Βέβαιον λοιπὸν ἐφαίνετο ὅτι θὰ κατῄσχυνε τὸν στρατὸν τῆς κατοχῆς ἀποθνῄσκων ἀνάνδρως.
Τοῦτο ὅμως ἦτο τόσον ἀσύμφορον τὴν ἐπιοῦσαν καταστολῆς ἐπαναστάσεως καὶ τὴν παραμονὴν ἴσως ἐκρήξεως ἄλλης, ὥστε οἱ προϊστάμενοι αὐτοῦ ἐθεώρησαν πρέπον νὰ γράψωσιν εἰς Νεάπολιν ζητοῦντες τὴν μετατροπὴν εἰς δεσμὰ τῆς θανατικῆς ποινῆς. Ὁ βασιλεὺς ἦτο εὔσπλαχνος καὶ ἠρέσκετο ν᾿ ἀπονέμῃ χάριν, ἐπ᾿ αὐτοῦ μάλιστα τοῦ ἰκριώματος τῆς ἀγχόνης, εἰς πολιτικοὺς καὶ ἄλλους καταδίκους, οὐδέποτε ὅμως ἐχαρίτωσεν ἐγκληματήσαντα στρατιώτην, θεωρῶν τοῦτο ὡς ἐπιζήμιον εἰς τὴν πειθαρχίαν. Ἀντὶ λοιπὸν τῆς ζητηθείσης χάριτος ἔφθασε μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐκ Νεαπόλεως ἡ διαταγὴ νὰ ἐκτελεσθῇ ἡ ἀπόφασις ἀνυπερθέτως.
Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο εἶχε κορυφωθῆ ἡ ἀνυπομονησία τῶν κατοίκων τοῦ Παλέρμου νὰ ἴδωσι Ναπολιτάνον στρατιώτην λιποψυχοῦντα πρὸ τοῦ θανάτου, τὸν ὁποῖον εἶχον ὑπομείνει πρό τινων ἑβδομάδων τόσον ἡρωϊκῶς οἱ Σικελοὶ πατριῶται οἱ καταδικασθέντες ὑπὸ τῶν ἐκτάκτων δικαστηρίων. Ἡ πεποίθησις τῶν Πανορμιτῶν ἐπὶ τὴν ἀνανδρίαν τοῦ καταδίκου ἦτο τοιούτη, ὥστε δὲν ἐδίσταζαν νὰ στοιχηματίζωσι δέκα τάληρα ἀντὶ ἑνὸς ὅτι θὰ ἐλιποθύμει ἐπὶ τοῦ τόπου τῆς ἐκτελέσεως. Ταῦτα ἦτο ἑπόμενον ν᾿ αὐξήσωσιν ἔτι μᾶλλον τὴν ἀμηχανίαν τῶν ἀρχῶν. Ὁ διοικητὴς συνεκάλει ἀλλεπάλληλα συμβούλια πρὸς εὕρεσιν ἑνὸς οἰουδήποτε τρόπου προφυλάξεως τοῦ στρατοῦ ἀπὸ τῆς ἐπικειμένης δυσφημίας, κατὰ τὰ ὁποῖα πολλαὶ καὶ ποικίλαι ἐπροτείνοντο γνῶμαι. Οἱ μὲν ἤθελον νὰ μεθυσθῇ ὁ κατάδικος δι᾿ οἴνου τῆς Μαρσάλας ἀνακατωμένου μὲ ῥακήν, πρὶν ὁδηγηθῇ εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως, οἱ δὲ νὰ τουφεκισθῇ τὴν νύκτα εἰς τὰ ὑπόγεια τοῦ φρουρίου, ἐνῶ ἄλλοι ἐπρότειναν ν᾿ ἀναμιχθῇ κοπανισμένον ὑαλίον εἰς τὸ φαγητόν του ἢ νὰ ἐγχυθῇ ὑδράργυρος εἰς τὸ αὐτίον τοῦ ἐνῶ ἐκοιμᾶτο. Ἀλλ᾿ ὁ μὲν λαθραῖος τουφεκισμὸς θ᾿ ἀπεδείκνυε τὴν κυβέρνησιν συμμεριζομένην τὴν περὶ τῆς ἀνανδρίας τῶν στρατιωτῶν της ἐπικρατούσαν γνώμην, ἡ δὲ ἀνάμιξις κοπανισμένου ὑαλίου εἰς τὸ φαγητὸν καὶ ἡ καθ᾿ ὕπνους ἔγχυσις ὑδραργύρου ἦσαν κάπως δυσεφάρμοστοι, διὰ τὸν λόγον ὅτι ἀπὸ τριῶν ἤδη ἡμερῶν ὁ κατάδικος οὔτε ἔτρωγεν οὔτε ἐκοιμᾶτο.
Οἱ συσκεπτόμενοι ἔξυαν τὴν κεφαλήν των ματαίως ἀναζητοῦντες ἄλλο τι καλύτερον, ὅτε ἐπαρουσιάσθη πρὸ αὐτῶν ὁ θεῖός μου Πάτερ Βαρνάβας, ἀναλαμβάνων ἀντὶ ἑκατὸν ταλήρων, πληρωτέων μετὰ τὴν ἐπιτυχίαν, νὰ διαθέσῃ τὸν κατάδικον ν᾿ ἀποθάνῃ ἀφόβως καὶ γενναίως. Ἐρωτηθεὶς διὰ τίνος τρόπου ἤλπιζε νὰ κατορθώσῃ τοῦτο, ἠρκέσθη ν᾿ ἀπαντήσῃ ὅτι ἡ ἀπόλυτος μυστικότης ἦτο ἀπαραίτητος ὅρος ἐπιτυχίας καὶ ὅτι ἦτο ἐξ ἴσου βέβαιος ὅτι θὰ ἐπιτύχει ὅσον καὶ ὅτι θὰ δύσῃ ὁ ἥλιος εἰς τὴν θάλασσαν μετὰ μίαν ὥραν. Ὁ Πάτερ Βαρνάβας ἐφημίζετο ὡς ἔξυπνος ἄνθρωπος. Ἡ φήμη του αὕτη, ἡ πεποίθησις μετὰ τῆς ὁποίας ὡμίλει καὶ πρὸ πάντων ἡ ἀνικανότης πρὸς εὕρεσιν ἄλλης διεξόδου, ἔπεισαν τὸ συμβούλιον νὰ δεχθῇ τὴν πρότασιν τοῦ πανοσιωτάτου, ὑποσχόμενον τὴν ζητηθεῖσαν ἀμοιβήν. Ὥρα τῆς ἐκτελέσεως ὡρίσθη ἡ δεκάτη τῆς ἐπιούσης καὶ τόπος αὐτῆς ἡ εὐρύχωρος παρὰ τὴν προκυμαίαν πλατεῖα.
Ῥῖγος καὶ σπασμοὶ κατέλαβον τὸν κατάδικον, ὅταν εἶδεν εἰσαγόμενον τὸν συνήθη πρόδρομον τῶν τουφεκιστῶν ῥασοφόρον. Οὗτος, εὐθὺς ἅμα ἔμειναν μόνοι, ἔσπευσε νὰ προλάβῃ τὴν ἐπικειμένην λιποθυμίαν τοῦ δυστυχοῦς, λέγων εἰς αὐτὸν «μὴ φοβεῖσαι, ἔρχομαι νὰ σὲ ἀναγγείλω ὅτι ὁ βασιλεὺς ηὐδόκησε νὰ σοῦ ἀπονείμῃ χάριν».
- Χάριν! ἀνέκραξεν ὁ κατάδικος καταφιλῶν τὰς χεῖρας τοῦ καπουκίνου. Λοιπὸν δὲν θὰ μὲ τουφεκίσουν; Εἶσαι βέβαιος περὶ τούτου;
- Βεβαιότατος. Εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὸ διάταγμα μὲ τὴν ὑπογραφὴν τοῦ βασιλέως. Ἡ χάρις ὅμως θὰ σὲ δοθῇ εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως. Ἐνθυμεῖσαι τοὺς τρεῖς ἐπαναστάτας, εἰς τοὺς ὁποίους ἐδόθη πέρυσι χάρις ἐπάνω εἰς τὴν ἀγχόνην, ἐνῶ ὁ βρόχος ἦτο περασμένος εἰς τὸν λαιμὸν των;
- Τοὺς ἐνθυμοῦμαι.
- Οὕτω καὶ σέ, θὰ σὲ ὁδηγήσουν εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς προκυμαίας, θὰ σὲ τοποθετήσουν ἀντικρὺ εἰς ἀπόσπασμα δέκα στρατιωτῶν, θὰ διαταχθεὶ πῦρ, καὶ τότε μόνον θὰ λάβῃς τὴν χάριν. Δὲν εἶχα τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ τὸ φανερώσω· ἀλλὰ σοῦ τὸ λέγω, διότι ὁ βασιλεὺς δὲν θέλει τὸν θάνατόν σου καὶ ἦτο κίνδυνος ν᾿ ἀποθάνῃς εἰς τὸν δρόμον ἀπὸ τὴν τρομάραν. Θάῤῥος λοιπόν. Ἔχεις ἀκόμα νὰ φᾷς πολλὰ μακαρόνια, πρὶν μεταβῇς εἰς τὸν ἄλλον κόσμον.
Ἡ προσλαλιὰ αὕτη ἤρκεσε νὰ διαλύσῃ πάντα δισταγμὸν καὶ πάντα φόβον τοῦ καταδίκου. Ὠμοίαζεν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸ στῆθος τοῦ ὁποίου θὰ ἐσήκωναν βαρὺ βράχον. Ἐδάκρυεν, ἐγέλα, ἐζητωκραύγαζε ὑπὲρ τοῦ βασιλέως, ὑπέσχετο λαμπάδας εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους καὶ ἐπὶ τέλους ἐζήτησε νὰ παρασύρῃ τὸν πνευματικόν του νὰ χορεύσουν μαζὶ μίαν ταραντέλλαν.
- Τί κάμνεις, ἀθεόφοβε! εἶπεν οὗτος. Λησμονεῖς ὅτι ἐχάθημεν καὶ οἱ δύο, ἂν γνωσθῇ ὅτι σοῦ ἐφανέρωσα τὸ μυστικόν; Γονάτισε καὶ ἐξομολογήσου.
Ὁ κατάδικος ἐγονάτισεν, εἶπεν ὅσα εἶχε νὰ εἴπῃ, ἔλαβεν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ἀπεχαιρέτισε τὸν πανοσιώτατον ἀποκαλῶν αὐτὸν Σωτῆρα του καὶ ὑποσχόμενος νὰ θαμβώσῃ τὴν ἐπιοῦσαν τοὺς θεατὰς διὰ τῆς ἀφοβίας του πρὸ τῶν τουφεκιστῶν.
Εὐθὺς μετὰ τὴν ἔξοδον τοῦ καπουκίνου εἰσῆλθεν ὁ δεσμοφύλαξ, τὸν ὁποῖον μεγάλως ἐξέπληξεν ἡ εὔθυμος διάθεσις τοῦ πρῴην νυχθημερὸν ὀδυρομένου.
- Δὲν ἠξεύρεις, εἶπεν εἰς αὐτόν, ὅτι αὔριον εἰς τὰς δέκα θὰ σὲ τουφεκίσουν;
- Τὸ ἠξεύρω πολὺ καλά· γεννηθήτω τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἠξεύρω ὅμως ὅτι ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσω νὰ φάγω ὅ,τι θέλω εἰς τὸ τελευταῖόν μου γεῦμα. Παράγγειλε νὰ μοῦ φέρουν μίαν μακαρονάδα, ἕνα ψητὸν καπόνι καὶ κρασὶ τῶν Συρακουσῶν.
Μετὰ τριήμερον νηστείαν καὶ ἀγρυπνίαν ἔφαγεν ὡς λάμια καὶ ἁπλωθεὶς ἕπειτα εἰς τὴν κλίνην του ἐῤῥουχάλισε μακαρίως, μέχρις οὗ ἦλθεν τὴν ἐπιοῦσαν νὰ τὸν ἐξυπνήσῃ ὁ ἐπὶ τῆς ἐκτελέσεως ἀποσπασματάρχης. Ἀφοῦ δὶς ἐχασμήθη, ἐζήτησεν ὁ κατάδικος ὡς τελευταίας χάριτας ἕνα καφὲ διὰ ν᾿ ἀποτινάξῃ τὸν ὕπνον ἀπὸ τὰ βλέφαρά του, μίαν ψήκτραν γιὰ νὰ καθαρίσῃ τὴν στολήν του, ἓν γαρούφαλον καὶ τὴν ἄδειαν νὰ βαδίσῃ μὲ λυτὰς χεῖρας εἰς τὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως. Ἀφοῦ ἐβούτηξε δύο παξιμάδια εἰς τὸν καφέ του, ἐπλύθη, ἐκτενίσθη, ἀνώρθωσεν ὡς ἄγκιστρα τοὺς μύστακάς του, ἐπέρασε τὸ γαρούφαλον εἰς τὴν κομβιοδόχην τοῦ κολοβίου του καὶ στρεφόμενος ἔπειτα πρὸς τὸν ἀποσπασματάρχην εἶπεν εἰς αὐτὸν μετὰ θαυμαστῆς ἀταραξίας: «Εἶμαι ἕτοιμος, κύριε λοχία». Πάντες οἱ παριστάμενοι ἠπόρουν διὰ τὴν αἰφνιδίαν μεταμόρφωσιν τοῦ δειλοῦ κάπωνος εἰς ἀνδρικὸν πετεινὸν καὶ οἱ πάντες συνέχαιρον διὰ τὴν ἔξοχον κατηχητικὴν ἱκανότητα τὸν θεῖόν μου Βαρνάβαν, ὅστις ἐδέχετο μετὰ τῆς προσηκούσης εἰς τὸ σχῆμα του μετριοφροσύνης τὰ συγχαρητήρια.
Ἂν καὶ ἦτο χειμὼν κατὰ τὸ ἡμερολόγιον, ὁ καιρὸς ἦτο ἐαρινός, ὁ οὐρανὸς ἀνέφελος, ἡ αὔρα χλιαρὰ καὶ ἐμοσχοβόλουν αἱ πορτοκαλέαι. Κανεὶς ἄλλος τόπος δὲν ἔχει ζεστὰς ἡμέρας τὸν χειμῶνα πλὴν τῆς Σικελίας.
- Καὶ τῆς Ἑλλάδος, διέκοψα ἐγώ.
- Ἔχετε δίκαιον, ἀπήντησεν ὁ προκαλόγηρος. Ἐλησμόνουν ὅτι ἡ μικρή σας Ἑλλὰς ἦτο πρὶν ἐπαρχία τῆς Μεγάλης καὶ εἶχε πρωτεύουσαν τὰς Συρακούσας καὶ βασιλέα τὸν Χαρώνδαν.
- Ταῦτα, ἀπήντησα γελῶν, εἶναι δεκτικὰ συζητήσεως. Ἀλλὰ τελειώσατε, παρακαλῶ, τὴν ἱστορίαν σας.
- Ἔλεγα λοιπὸν ὅτι ὁ καιρὸς ἦτο ὡραῖος. Τὰ ἐργαστήρια εἶχον κλεισθῇ καὶ ὅλοι οἱ Πανορμῖται, ἄνδρες καὶ γυναικόπαιδα, εἶχον σωρευθῇ εἰς τὸν δρόμον, τὰ παράθυρα, τοὺς ἐξώστας καὶ τὰς στέγας τῶν χαμηλῶν οἰκιῶν, περιμένοντες τὴν διάβασιν τοῦ καταδίκου. Οἱ κυβερνητικοὶ διέδιδαν ὅτι οὗτος εἶχεν ἀνδρειωθεῖ καὶ θ᾿ ἀπέθνῃσκεν ὡς γενναῖος στρατιώτης, οἱ δὲ Σικελοὶ ἐπέμειναν νὰ στοιχηματίζωσι δέκα πρὸς ἓν ὅτι θ᾿ ἀπέθνῃσκεν ὡς Ναπολιτάνος. Δὲν ἐβράδυναν ὅμως νὰ πεισθῶσιν ὅτι δὲν ἤξιζε τίποτε τὸ στοίχημά των. Ἀντὶ νὰ σύρεται ὡς μόσχος εἰς τὴν σφαγήν, ὁ κατάδικος ἐβάδιζεν ἐν μέσῳ τῶν μελλόντων νὰ τὸν τουφεκίσωσι στρατιωτῶν γαλήνιος καὶ μεγαλοπρεπὴς ὡς θεὸς τοῦ Ὀλύμπου. Ὁσάκις συνήντα γνωρίμους του καθ᾿ ὁδὸν ἔτεινε εἰς αὐτοὺς τὴν χεῖρα καὶ εἰς τὰ συλλυπητήρια καὶ τὰς ἐνθαῤῥύνσεις αὐτῶν ἀπήντα διὰ καταλλήλου ῥητοῦ τῆς πρὸς χρῆσιν τοῦ στρατοῦ χρηστομαθείας τοῦ Σοαβίου: «Ὁ δίκαιος δὲν φοβεῖται τὸν θάνατον»· «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι παροδίτης τῆς γῆς»· «Ὁ θάνατος εἶναι μετάβασις εἰς τὴν ἀθανασίαν», ἢ ἄλλου τοιούτου καὶ εὐθὺς ἔπειτα ἐτάχυνε τὸ βῆμα, ὡς θέλων ν᾿ ἀνακτήσῃ τὸν ἀπολεσθέντα χρόνον.
Οἱ Ναπολιτάνοι ἐθριάμβευον καὶ ἐπευφήμουν καὶ οἱ Σικελοὶ ἔκλιναν δυσθύμως πρὸς τὰ κάτω τὴν κεφαλήν.
Πρὸ τῆς θύρας οἰνοπωλείου δύο συστρατιῶται του, ὀρθοὶ ἐπὶ σκαμνίων, τὸν ἐπροσκάλεσαν νὰ πίῃ ἓν τελευταῖον ποτήριον οἴνου μετ᾿ αὐτῶν. Δεχθεὶς προθύμως τὴν πρόσκλησιν ὕψωσε τὸ ποτήριον ἀνακράζων: «Εἰς τὴν ὑγείαν τῆς Αὐτοῦ Μεγαλειότητος τοῦ ἐνδόξου καὶ ἀγαθοῦ ἡμῶν βασιλέως Φερδινάνδου. Ὁ Θεὸς νὰ τὸν εὐλογῇ καὶ νὰ τὸν πολυχρονίζῃ». Τὴν φορὰν ταύτην ἐπευφήμησαν τὸν κατάδικον πλὴν τῶν Ναπολιτάνων καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν Σικελῶν, εἰς δὲ τοὺς λοιποὺς μία μόνη ἀπέμενεν ἐλπίς, ὅτι τὸ ἀσύνηθες τοῦτο θάῤῥος ἦτο προϊὸν μιᾶς ὁπωσδήποτε τεχνητῆς διεγέρσεως καὶ θὰ ἐξέλειπεν ἐπὶ τοῦ τόπου τῆς ἐκτελέσεως. Ἡ ἐλπὶς αὕτη θὰ ἐπραγματοποιεῖτο ἴσως ἂν δὲν εἶχε προνοήσει ὁ θεῖός μου Βαρνάβας νὰ παρευρεθῇ ἐκεῖ διὰ νὰ τὸν ἐνθαῤῥύνῃ διὰ νεύματος καὶ τῆς ἐπιδείξεως τῆς ἄκρας χαρτίου, τὸ ὁποῖον δὲν ἠδύνατο νὰ εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ ὑποσχεθεῖσα χάρις.
Ὁ κατάδικος οὐδὲν ἀπολέσας τῆς ἀταραξίας του, ὑπῆγε νὰ τοποθετηθῇ αὐθορμήτως ἀντικρὺ τῶν τουφεκιστῶν εἰς τὴν κανονισμένην ἀπόστασιν δέκα βημάτων, ἀπωθήσας τὸν προσελθόντα νὰ περιδέσῃ κατὰ τὸ σύνηθες τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ διὰ μαντυλίου δεκανέα. Οἱ στρατιῶται ηὔθυναν ἤδη κατὰ τοῦ στήθους του τὰ ὅπλα ἀναμένοντες τὸ τελευταῖον πρόσταγμα, ὅτε ἀντήχησαν ἐκ διαφόρων συγχρόνως ὁμίλων φωναί: «Δὲν μᾶς ἀποχαιρετᾷς, Σάνδρε;» Τὸ ἀποχαιρέτημα τοῦτο εἶναι εἰς τὸν τόπον μας δικαίωμα τοῦ καταδίκου καὶ σχεδὸν καθῆκον ἐπιβαλλόμενον εἰς αὐτὸν ὑπὸ τῆς παραδόσεως. Ἄλλος τὸ προετοιμάζει καὶ ἄλλος τὸ αὐτοσχεδιάζει, ἄλλος λέγει πολλὰ καὶ ἄλλος ὀλίγα, ἕκαστος κατὰ τὸν βαθμὸν τῆς ῥητορικῆς του ἱκανότητος, ὅλοι ὅμως προσπαθοῦν νὰ εἴπουν κάτι διὰ νὰ μὴ ὑποτεθῇ ὅτι ἐβούβανεν αὐτοὺς ὁ φόβος. Ὁ Σάνδρος δὲν ἦτο ῥήτωρ, ἦτο ὅμως ἀρκετὰ καλὸς τενόρος. Μὴ εὑρίσκων τί νὰ εἴπῃ ἀξιομνημόνευτον ἀνέμελψεν ἀντὶ προσλαλιὰς τὸ ᾆσμα τῶν ῾Μασναδιέρων᾿ τοῦ Βέρδι:
Tra - la, Trala lala,
n'andremo n'un salto
nel mondo di la.
n'andremo n'un salto
nel mondo di la.
Ἤτοι: θὰ πάγῳ μ᾿ ἔvα πήδημα ἴσια στov ἄλλον κόσμον!
Τὸ κύκνειον τοῦτο ᾆσμα ἦτο βεβαίως ἐπίκαιρον, ἡ φωνὴ τοῦ καταδίκου ὡραία καὶ ἡ ἀφοβία, μεθ᾿ ἧς ἡτοιμάζετο νὰ πηδήσῃ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον, ἀληθῶς πρωτοφανής. Εὐλόγως λοιπὸν ἐξεῤῥάγη τὸ πλῆθος εἰς ἐπευφημίας καὶ χειροκροτήματα, οἵων οὐδέποτε ἠξιώθησαν εἰς τὸ θέατρον οὔτε ὁ Ῥόπας, οὔτε ὁ Μάριος, οὔτε ὁ Φασκίνης, οὐδ᾿ αὐτὴ ἴσως ἡ Μαλιβράν. Ταῦτα ἀντήχουν ἀκόμη, ὅτε ὕψωσε τὸ ξίφος ὁ ἔχων τὸ πρόσταγμα ἀξιωματικός, ἤστραψαν τὰ τουφέκια καὶ δέκα σφαῖραι ἐτρύπησαν τὸ στῆθος τοῦ καταδίκου. Ὁ θάνατος ἐπῆλθεν τόσον ἀκαριαῖος, ὥστε δὲν ἐπρόφθασε νὰ ἐξαλείψῃ τὸ διαστέλλον τὰ χείλη του μειδίαμα εὐδαίμονος αὐταρεσκείας.
Εἰπέτε μου τώρα, παρακαλῶ, ἂν πιστεύετε ὅτι ἠδύνατο ὁ θεῖος μου Βαρνάβας νὰ κάμῃ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον ν᾿ ἀποθάνῃ τόσον εὐχαριστημένος καὶ ν᾿ ἀφίσῃ μνήμην ἥρωος, ἂν τοῦ ὡμίλει περὶ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς μακαριότητος τοῦ Παραδείσου, ἀντὶ νὰ τοῦ ὑποσχεθῇ ὅτι εἶχεν ἀκόμη νὰ ζήσῃ πολλὰ χρόνια καὶ νὰ φάγῃ πολλὰ μακαρόνια;
- Ὁμολογῶ ὅτι τὸ πρᾶγμα ἐπιδέχεται ἀμφισβήτησιν. Δὲν ἐννοῶ ὅμως πῶς ὁ μακαρίτης θεῖος σας ἀπεδέχετο νὰ δοξάζῃ παρ᾿ ἀξίαν ὡς ἥρωας τοὺς ἐχθροὺς τῆς πατρίδος του Ναπολιτάνους;
- Δὲν τὸ ἐννοεῖτε διότι δὲν γνωρίζετε, ὡς φαίνεται, ὅτι οἱ Φράγκοι ῥασοφόροι δὲν ἔχουν ἄλλην πατρίδα πλὴν τῆς Ἐκκλησίας, οὐδ᾿ ἄλλον ἀρχηγὸν πλὴν τοῦ Πάπα. Ἔπειτα ὁ θεῖός μου ἦτο, ὡς σᾶς εἶπα, ἔξυπνος ἄνθρωπος καὶ εἶχε στοιχηματίσει κ᾿ ἐκεῖνος πολλὰ ὅτι θ᾿ ἀπέθνῃσκεν ὁ κατάδικος γενναίως.
Ἡ βροχὴ εἶχε παύσει καὶ τὸ ἀνδρόγυνον ἠγέρθη νὰ μᾶς ἀποχαιρετήσῃ. Ἐξερχόμενος μὲ ἐπροσκάλεσεν ὁ προκαλόγηρος νὰ ὑπάγω νὰ ἴδω τὴν συλλογήν του Σικελικῶν ἀρχαιοτήτων, καὶ τὴν πρόσκλησιν ταύτην ἐπεκύρωσεν ἡ κυρία του δι᾿ ἑνὸς προσηνεστάτου arivederci. Ἐκατοίκουν τὸ πρῶτον πάτωμα μικρᾶς οἰκίας εἰς τὴν ἄκραν τῆς ὁδοῦ Γαριβάλδη. Ἐπὶ τῆς κοσμούσης τὴν θύραν χαλκίνης πλακὸς ἀνεγινώσκετο ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἐνοίκου ὁ τίτλος ῾ἀρχαιολόγος᾿ (antiquario), σημαίνων ἐν Σικελίᾳ ῾πωλητὴς ἀρχαιοτήτων᾿.
Ἡ δεξίωσις ὑπῆρξε φιλοφρονεστάτη. Ἡ οἰκοδέσποινα εὐηρεστήθη νὰ μοῦ προσφέρῃ καφὲ καὶ νὰ μὲ θαμβώσῃ καὶ πάλιν μὲ τὴν λάμψιν τῶν μαύρων της ὀφθαλμῶν καὶ τῆς χρυσῆς της κόμης, ὁ δὲ ξερασωμένος ἀρχαιολόγος, ἀφοῦ μοὶ παρεχώρησεν ἀντὶ ἑκατὸ μόνον φράγκων δύο ῾σπάνια᾿ νομίσματα τῶν Συρακουσῶν, ηὐδόκησε νὰ μὲ πληροφορήσῃ ὅτι, ἂν πλὴν τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τῆς κόμης ἐπεθύμουν νὰ μεταΐδω καὶ τὰς κνήμας τῆς κυρίας του, ἠδυνάμην ν᾿ ἀπολαύσω τὴν εὐχαρίστησιν ταύτην μεταβαίνων τὸ ἑσπέρας εἰς τὸ θέατρον Vittorio Emmanuele, ὅπου ἦτο δευτέρα χορεύτρια. Ὅπως οἱ καλόγηροι, οὕτω εἶχαν ἀρχίσει νὰ ὑπανδρεύωνται εἰς τὴν Σικελίαν καὶ αἱ χορεύτριαι.»
Εμμανουὴλ Ροΐδης - Ιστορία ενὸς τουφεκισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου